Saturday, June 11, 2016

Παρακλητικὸς Κανων εις την Υπεραγίαν Θεοτόκον την Αριζονίτισσαν



                                Ποίημα Ἱερομονάχου Εὐφροσύνου Σαββαΐτου

Ὁ Ἱερεύς· Εὐλογητός ὁ Θεός ἡμῶν πάντοτε, νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας, τῶν αἰώνων.
                                         
                                                    Ὁ Ἀναγνώστης·  Ἀμήν.
                                                    Ψαλμός ρμβ΄ (142)
Κύριε, εἰσάκουσον τῆς προσευχῆς μου, ἐνώτισαι τήν δέησίν μου, εἰσακουσόν μου ἐν τῇ δικαιοσύνη Σου. Καί μή εἰσέλθῃς εἰς κρίσιν μετά τοῦ δούλου Σου, ὅτι οὐ δικαιωθήσεται ἐνωπιόν Σου πᾶς ζῶν.  Ὅτι κατεδίωξεν ὁ ἐχθρός τήν ψυχήν μου· ἐταπείνωσεν εἰς γῆν τήν ζωήν μου. Ἐκάθισέ με ἐν σκοτεινοῖς, ὡς νεκρούς αἰῶνος καί ἠκηδίασεν ἐπ΄ ἐμέ τό πνεῦμα μου, ἐν ἐμοί ἐταράχθη ἡ καρδία μου. Ἐμνήσθην ἡμερῶν ἀρχαίων, ἐμελέτησα ἐν πᾶσι τοῖς ἔργοις Σου, ἐν ποιήμασι τῶν χειρῶν Σου ἐμελέτων. Διεπέτασα πρός Σέ τάς χεῖρας μου, ἡ ψυχή μου ὡς γῆ ἄνυδρός Σοι. Ταχύ εἰσάκουσόν μου, Κύριε, ἐξέλιπε τό πνεῦμα μου. Μή ἀποστρέψῃς τό πρόσωπόν Σου ἀπ΄ ἐμοῦ, καί ὁμοιωθήσομαι τοῖς καταβαίνουσιν εἰς λάκκον. Ἀκουστόν ποίησόν μοι τό πρωΐ τό ἔλεός Σου ὅτι ἐπί Σοί ἤλπισα. Γνώρισόν μοι, Κύριε, ὁδόν ἐν ᾗ πορεύσομαι, ὅτι πρός Σέ ᾖρα τήν ψυχήν μου. Ἐξελοῦ με ἐκ τῶν ἐχθρῶν μου, Κύριε, πρός Σέ κατέφυγον· δίδαξόν με τοῦ ποιεῖν τό θέλημά Σου, ὅτι Σύ εἶ ὁ Θεός μου. Τό πνεῦμα Σου τό ἀγαθόν ὁδηγήσει με ἐν γῇ εὐθείᾳ, ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός Σου, Κύριε, ζήσεις με. Ἐν τῇ δικαιοσύνη Σου ἐξάξεις ἐκ θλίψεως τήν ψυχήν μου καί ἐν τῷ ἐλέει Σου ἐξολοθρεύσεις τούς ἐχθρούς μου, καί ἀπολεῖς πάντας τούς θλίβοντας τήν ψυχήν μου· ὅτι ἐγώ δοῦλός Σου εἰμι.

Καί εὐθύς τό Θεός Κύριος.
                                          
                                        Θεός Κύριος καί ἐπέφανεν ἡμῖν·
                                               εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος,
                                                    ἐν ὁνόματι Κυρίου.

Στίχ. α΄.  Ἐξομολογεῖσθε τῷ Κυρίῳ καί ἐπικαλεῖσθε
                                       τό ὄνομα τό ἅγιον αὐτοῦ.

                                      Θεός Κύριος καί ἐπέφανεν ἡμῖν·
                                             εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος,
                                                 ἐν ὁνόματι Κυρίου.

Στίχ. β΄.  Πάντα τά ἔθνη ἐκυκλωσάν με καί τῷ ὀνόματι
                                       Κυρίου ἠμυνάμην αὐτούς.
                   
                                     Θεός Κύριος καί ἐπέφανεν ἡμῖν·
                                            εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος,
                                                ἐν ὀνόματι Κυρίου.

Στίχ. γ΄.  Παρά Κυρίου ἐγένετο αὕτη καί ἔστι  θαυμαστή
                                        ἐν ὀφθαλμοῖς ἡμῶν.

                                        Θεός Κύριος καί ἐπέφανεν ἡμῖν·
                                                εὐλογημένος ὀ ἐρχόμενος.
                                                     ἐν ὀνόματι Κυρίου.
                                                
                                        Ἧχος δ΄.  Ὁ ὑψωθείς .
Τῆς Ἀριζόνος τῇ Μητρί τῇ ἁγίᾳ, ἐν τῇ ἐρήμῳ καθαρᾷ τῇ καρδίᾳ, ὑμνητικῶς προσπέσωμεν ὁμοῦ οἱ ἀδελφοί, τῇ Θεογεννήτορι, ἐκβοῶντες τό χαῖρε, ἡ Ἀριζονίτισσα Παναγία Παρθένε, μή διαλίπῃς στάζουσα ἡμῖν, τήν εὐωδίαν τῆς Σῆς ἀντιλήψεως.
                                          Δόξα.  Ὅμοιον.
Τοῦ Θεοφόρου Ἀντωνίου τήν Μάδραν, Ἀμερικῆς τήν θεοπύρσευτον δάδα, καταλαβόντες σήμερον χαρᾷ πνευματικῇ, πόθῳ ἀσπασώμεθα τήν Παρθένον Μαρίαν, τήν Ἀριζονίτισσαν, τῆς ἐρήμου Κυρίαν, παρακαλοῦντες δάκρυσι θερμοῖς· Μονήν Σου ταύτην, Πανάμωμε φύλαττε.

                                          Καί νῦν.  Θεοτοκίον.

Οὐ σιωπήσωμεν ποτέ, Θεοτόκε, τάς δυναστείας Σου λαλεῖν οἱ ἀνάξιοι· εἰ μή γάρ Σύ προΐστασο πρεσβεύουσα, τίς ἡμᾶς ἐῤῥύσατο ἐκ τοσούτων κινδύνων; Τίς δέ διεφύλαξεν ἕως νῦν ἐλευθέρους;  Οὐκ ἀποστῶμεν, Δέσποινα, ἐκ Σοῦ· σούς γάρ δούλους σῴζεις ἀεί, ἐκ παντοίων δεινῶν.

                                           Ψαλμός Ν΄ (50)

Ἐλέησόν με, ὁ Θεός, κατά τό μέγα ἔλεός Σου καί κατά τό πλῆθος τῶν οἰκτιρμῶν Σου ἐξάλειψον τό ἀνόμημά μου. Ἐπί πλεῖον πλῦνόν με ἀπό τῆς ἀνομίας μου καί ἀπό τῆς ἁμαρτίας μου καθάρισόν με.  Ὅτι τήν ἀνομίαν μου ἐγώ γινώσκω καί ἡ ἁμαρτία μου ἐνώπιόν μου ἐστι διά παντός. Σοί μόνῳ ἥμαρτον καί τό πονηρόν ἐνώπιόν Σου ἐποίησα· ὅπως ἄν δικαιωθῇς ἐν τοῖς λόγοις Σου καί νικήσῃς ἐν τῷ κρίνεσθαί Σε. Ἰδού γάρ ἐν ἀνομίαις συνελήφθην, καί ἐν ἁμαρτίαις ἐκίσσησέ με ἡ μήτηρ μου. Ἰδού γάρ ἀλήθειαν ἠγάπησας, τά ἄδηλα καί τά κρύφια τῆς σοφίας Σου ἐδήλωσάς μοι. Ῥαντιεῖς με ὑσσώπῳ καί καθαρισθήσομαι· πλυνεῖς με καί ὑπέρ χιόνα λευκανθήσομαι. Ἀκουτιεῖς μοι ἀγαλλίασιν καί εὐφροσύνην, ἀγαλλιάσονται ὀστέα τεταπεινωμένα. Ἀπόστρεψον τό πρόσωπόν Σου ἀπό τῶν ἁμαρτιῶν μου, καί πάσας τάς ἀνομίας μου ἐξάλειψον. Καρδίαν καθαράν κτίσον ἐν ἐμοί ὁ Θεός, καί πνεῦμα εὐθές ἐγκαίνισον ἐν τοῖς ἐγκάτοις μου.  Μή ἀποῥῥίψῃς με ἀπό τοῦ προσώπου Σου καί τό Πνεῦμα Σου τό ἅγιον μή ἀντανέλῃς ἀπ΄ἐμοῦ. Ἀπόδος μοι τήν ἀγαλλίασιν τοῦ σωτηρίου Σου, καί πνεύματι ἡγεμονικῷ στήριξόν με.  Διδάξω ἀνόμους τάς ὁδούς Σου καί ἀσεβεῖς ἐπί Σέ ἐπιστρέψουσι. Ῥῦσαί με ἐξ αἱμάτων ὁ Θεός, ὁ Θεός τῆς σωτηρίας μου, ἀγαλλιάσεται ἡ γλῶσσά μου τήν δικαιοσύνην Σου.  Κύριε τά χείλη μου ἀνοίξεις καί τό στόμα μου ἀναγγελεῖ τήν αἴνεσίν Σου.  Ὅτι, εἰ ἠθέλησας θυσίαν, ἔδωκα ἄν· ὁλοκαυτώματα οὐκ εὐδοκήσεις. Θυσία τῷ Θεῷ πνεῦμα συντετριμμένον, καρδίαν συντετριμμένην καί τεταπεινωμένην ὁ Θεός οὐκ ἐξουδενώσει.  Ἀγάθυνον, Κύριε, ἐν τῇ εὐδοκίᾳ Σου τήν Σιών καί οἰκοδομηθήτω τά τείχη Ἱερουσαλήμ. Τότε εὐδοκήσεις θυσίαν δικαιοσύνης ἀναφοράν καί ὁλοκαυτώματα.  Τότε ἀνοίσουσιν ἐπί τό θυσιαστήριόν Σου μόσχους.  

                                               Ὁ Κανών, οὗ ἡ ἀκροστιχίς :
                                 Ἀριζονίτισσα Κυρία, περίζωσον πάντας.
                                               ᾨδή α΄.                                                                     
                                        Ἦχος πλ. δ΄.  Ὑγράν διοδεύσας.
νύμφευτε Μῆτερ Ἀμερικῆς, τά τέκνα Σου πάντα, τά ἀσκούμενα τῆς Μονῆς, Πατρός τοῦ Ὁσίου Ἀντωνίου, τῇ μητρικῇ Σου στοργῇ διαφύλαττε.

υσθείημεν Πάναγνε τῶν δεινῶν, ἐσχάτοις τοῖς χρόνοις, ἀλγηδόνων καί πειρασμῶν, τῇ Σῇ γλυκυτάτῃ προστασίᾳ, Ἀριζονίτισσα, ἄχραντε Δέσποινα.


λάσθητι Μῆτερ ταῖς παρ΄ ἡμῶν, πολλαῖς ἁμαρτίαις, ἱκετεύουσα τόν Χριστόν, συγχώρησιν δοῦναι ἡμῖν πᾶσιν, ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ τῆς κρίσεως.

Ζωήν ἐνυπόστατον τοῖς πιστοῖς, τεκοῦσα Παρθένε, ζώωσόν με τόν ἐν νεκροῖς, ταφέντα τοῖς πάθεσι Σόν δοῦλον, Ἀριζονίτισσα Κόρη ἀκήρατε.

                                            ᾨδή γ΄.  Οὐρανίας ἁψῖδος.
Οὐρανίας πατρίδος, ἀποπεσών  Ἄσπιλε, διά σαρκικῆς πολιτείας, ὥσπερ ὁ ἄσωτος, Σύ μέ ἀνάγαγε, εἰς τόν Παράδεισον πάλιν, ὦ Ἀριζονίτισσα Μῆτερ πρεσβεῖες Σου.

Νοεραί Σε δυνάμεις, διαπαντός μέλπουσι, καί τήν παναγίαν μορφήν Σου νῦν περιέπουσιν, ἥν ἀσπαζόμενοι Ἀριζονίτισσα πόθῳ, ὑπέρ τῆς τοῦ κόσμου εἰρήνης δεόμεθα.

σχυρούς καί ἀνδρείους, πνευματικῶς ποίησον, τούς προσκαλουμένους Σε πίστει, τήν πολυΰμνητον, Ἀριζονίτισσα, Θεοκυῆτορ Παρθένε, πᾶσαν τήν δειλίαν μακράν ἡμῶν βάλλουσα.

Τήν Μονήν Σου τήν θείαν, σκέπε θερμῶς πάντοτε, ἀπό πειρασμῶν ἀδοκήτων τοῦ πολεμήτορος, περιζωννύουσα, Ἀριζονίτισσα πάντας, τούς ὑπό τήν Σήν εὐσπλαχνίαν προσφεύγοντας.

Διάσωσον, Ἀριζονίτισσα Δέσποινα ἐξ ἀνάγκης, τούς ξενιτευθέντας ἐνθάδε ἱκέτας Σου, στηρίζουσα καί φωτίζουσα πάντας.
πίβλεψον, ἐν εὐμενείᾳ, πανύμνητε Θεοτόκε, ἐπί τήν ἐμήν χαλεπήν τοῦ σώματος κάκωσιν, καί ἴασαι τῆς ψυχῆς μου τό ἄλγος.

                                                  Αἴτησις καί τό Κάθισμα.
                                        
                                                 Ἦχος β΄.  Πρεσβεία θερμή.
ρήμου ζωή, καί ὄασις εὐφρόσυνος, ὑπάρχεις Ἁγνή, καί δύναμις ἀπρόσβλητος, τοῖς ἐν πίστει πάντοτε, προσιοῦσιν ὧδε οἰκέταις Σου, οὕς καί τήν χώραν ταύτην ἀβλαβεῖς, συντήρει Παρθένε ἱκεσίαις Σου.

                                                  ᾨδή δ΄.  Εἰσακήκοα Κύριε.

μερτή Κόρη πέφυκεν, ἡ περικαλλής μορφή τοῦ προσώπου Σου, ἐκ τοῦ θρόνου τῆς Σῆς χάριτος, πᾶσι τήν ἀγάπην ἐνθρονίζουσα.

Σταλαγμούς δός μοι Ἄχραντε, Δέσποινα δακρύων τῆς κατανύξεως, ἀποπλύνουσα τόν βόρβορον, τῆς φιλαμαρτήμονος καρδίας μου.

Συντριβήν καί μετάνοιαν, χάρισαί μοι Μῆτερ Ἀριζονίτισσα, καί εὐχήν τήν ἀδιάλειπτον, τήν ἐνεργουμένην τοῦ Κυρίου μου.

ριζόνος τήν ἔφορον, καί Ἀμερικῆς προστάτιν τήν εὔσπλαχνον, χαιρετίζοντες αἰτούμεθα, πᾶσι τῶν κακῶν τήν ἀλλοτρίωσιν.
                           
                                                      ᾨδή ε΄.  Φώτισον ἡμᾶς.

Κοίμισον Ἁγνή, τῆς σαρκός μου τά σκιρτήματα, καί παθῶν φιλεπιστρόφων τήν ὁρμήν, ἐμποιοῦσά με ἁγνόν Ἀριζονίτισσα.

μνοις εὐλαβῶς, τήν σεβάσμιον Εἰκόνα Σου, προσκυνοῦντες ἐκζητοῦμεν σταθηράν, τήν ὑγείαν, ἀγαθή Ἀριζονίτισσα.

όδον τό τερπνῶς, μυροβλύζον τήν χρηστότητα, καί τό ἔλεος τοῖς πᾶσιν ἀληθῶς, Σύ ὑπάρχεις, ἡ σεμνή Ἀριζονίτισσα.

θυνον πρός φῶς, ἀληθείας ἔθνη ἄπιστα, τῆς ἠπείρου ταύτης σῴζουσα λαούς, ἐκ τῆς πλάνης, φωτεινή Ἀριζονίτισσα.

                                                       ᾨδή στ΄.  Τήν δέησιν.

πέλασον, τῶν δαιμόνων τάγματα, ἐν ἐξόδῳ τῆς ἀθλίας ψυχῆς μου, περικρατοῦσα αὐτῆς ταῖς χερσί Σου, ταῖς ἀμωμήτοις Ἀμόλυντε Δέσποινα, Ἀριζονίτισσα Χριστοῦ, καί ἀγκάλαις αὐτή μέ προσάγουσα.
Πεινῶντα μου, τήν καρδίαν κόρεσον, καί διψῶντα πότισόν με Παρθένε, ἐκ τῆς ἀχράντου σαρκός τοῦ Υἱοῦ Σου, καί ἐκ τοῦ θείου αὐτοῦ Κόρη αἵματος, Ἀριζονίτισσα ἡμῶν, ἡ χαρά καί τρυφή καί ἀπόλαυσις.

κπλήρωσον, τά πιστά αἰτήματα, τῶν ἐν χρήμασι καί κόποις μεγάλοις, προσκυνητῶν τῆς ἁγίας Μονῆς Σου, Ἀριζονίτισσα πάντας ἀμείβουσα, πρός σωτηρίαν τῶν ψυχῶν, καί διδοῦσα ἑκάστῳ τά πρόσφορα.

ακένδυτον, ψυχικῶς με ἔνδυσον, ἀρετῶν πνευματικῶν τόν χιτῶνα, πίστιν ὀρθήν, καί ἐλπίδα μοι δοῦσα, καί τῆς ἀγάπης στεφάνῳ λαμπρύνουσα, τήν ταπεινήν μου κεφαλήν, Ἀριζόνος Μονῆς ἡ Βασίλισσα.

Διάσωσον, Ἀριζονίτισσα Δέσποινα ἐξ ἀνάγκης, τούς ξενιτευθέντας ἐνθάδε οἰκέτας Σου, στηρίζουσα καί φωτίζουσα πάντας.
χραντε, ἡ διά λόγου τόν Λόγον ἀνερμηνεύτως, ἐπ΄ ἐσχάτων τῶν ἡμερῶν τεκοῦσα δυσώπησον, ὡς ἔχουσα μητρικήν παῤῥησίαν. 

                                                 Αἴτησις καί τό Κοντάκιον.
                                                 Ἦχος β΄.  Προστασία.

Τήν Κυρίαν τῶν Χριστιανῶν τήν πανύμνητον, καί μητέρα Ἀριζονιτῶν τήν ἀκοίμητον, συνελθόντες ἐν ἀγαθῇ προθέσει εὐλαβῶς, αὐτῇ ψάλλωμεν χαρμονικῶς, τόν τοῦ Ἀγγέλου ἀσπασμόν, μετά πόθου καί πίστεως· Χαῖρε ἡ τῆς Μονῆς σου, προστάτις καί ἡγουμένη, καί τῶν ἐν θλίψεσι ψυχῶν, ἀσφαλές καταφύγιον.

                                Καί εὐθύς τό Προκείμενον.  Ἦχος δ΄.
Μνησθήσομαι τοῦ ὀνοματός Σου ἐν πάσῃ γενεᾷ καί γενεᾷ. (Δίς)
Στίχ.  Ἄκουσον, θύγατερ, καί ἴδε, καί κλῖνον τό οὖς Σου, καί ἐπιλάθου τοῦ λαοῦ Σου, καί τοῦ οἴκου τοῦ Πατρός Σου, καί ἐπιθυμήσει ὀ Βασιλεύς τοῦ κάλλους Σου.
Τοῦ ὀνοματός Σου μνησθήσομαι, ἐν πάσῃ γενεᾷ καί γενεᾷ.

                                           Εὐαγγέλιον κατά Λουκᾶν.
Ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις, ἀναστᾶσα Μαριάμ, ἐπορεύθη εἰς τήν ὀρεινήν μετά σπουδῆς, εἰς πόλιν Ἰούδα, καί εἰσῆλθεν εἰς τόν οἶκον Ζαχαρίου, καί ἠσπάσατο τήν Ἐλισάβετ. Καί ἐγένετο, ὡς ἤκουσεν ἡ Ἐλισάβετ τόν ἀσπασμόν τῆς Μαρίας, ἐσκίρτησε τό βρέφος ἐν τῇ κοιλίᾳ Αὐτῆς· καί ἐπλήσθη Πνεύματος Ἁγίου ἡ Ἐλισάβετ, καί ἀνεφώνησε φωνῇ μεγάλῃ καί εἶπεν· Εὐλογημένη Σύ ἐν γυναιξί, καί εὐλογημένος ὁ καρπός τῆς κοιλίας Σου. Καί πόθεν μοι τοῦτο, ἵνα ἔλθῃ ἡ μήτηρ τοῦ Κυρίου μου πρός με; Ἰδού γάρ, ὡς ἐγένετο ἡ φωνή τοῦ ἀσπασμοῦ Σου εἰς τά ὦτα μου, ἐσκίρτησε τό βρέφος ἐν ἀγαλλιάσει ἐν τῇ κοιλίᾳ μου. Καί μακαρία ἡ πιστεύσασα, ὅτι ἔσται τελείωσις τοῖς λελαλημένοις αὐτῇ παρά Κυρίου. Καί εἶπε Μαριάμ· Μεγαλύνει ἡ ψυχή μου τόν Κύριον, καί ἠγαλλίασε τό πνεῦμα μου ἐπί τῷ Θεῷ τῷ Σωτῆρί μου.  Ὅτι ἐπέβλεψεν ἐπί τήν ταπείνωσιν τῆς δούλης Αὐτοῦ· ἰδού γάρ ἀπό τοῦ νῦν μακαριοῦσί με πᾶσαι αἱ γενεαί. Ὅτι ἐποίησέ μοι μεγαλεῖα ὁ Δυνατός, καί ἅγιον τό ὄνομα Αὐτοῦ.  Ἔμεινε δέ Μαριάμ σύν αὐτῇ ὡσεί μῆνας τρεῖς, καί ὑπέστρεψεν εἰς τόν οἶκον αὐτῆς.
                                                
                                    Δόξα.  Ταῖς τῆς σῇ Εἰκόνος χάρισι Παναγία, σεμνή  
                                    Ἀριζονίτισσα, σῶσόν με τῶν κινδύνων.
                                    Καί νῦν.  Ταῖς τῆς Θεοτόκου πρεσβείαις Ἐλεῆμον,
                                    ἐξάλειψον τά πλήθη, τῶν ἐμῶν ἐγκλημάτων.

Στίχ.  Ἐλέησόν με ὁ Θεός, κατά τό μέγα ἔλεός σου, καί κατά τό πλῆθος τῶν οἰκτιρμῶν σου, ἐξάλειψον τό ἀνόμημά μου.

                                                      Καί τό Προσόμοιον.
                                              Ἦχος πλ. β΄.   Ὅλην ἀποθέμενοι.
σπιλε, ἀμόλυντε, Ἀριζονίτισσα Κόρη, νοητέ Παράδεισε, ἄμπελε κυπρίζουσα, ἱερόβλαστε, μοναστῶν ἔρεισμα, τῶν πιστῶν καύχημα, θλιβομένων παραμύθιον, τῶν ἀποδήμων τε καί ξενιτευθέντων προσφύγιον, ἱκέτευε Πανάμωμε, πᾶσιν ἐκτενῶς πρός τόν Κύριον, ῤυσθῆναι κινδύνων, καί πάσης ἐρχομένης ἀπειλῆς, τούς Θεοτόκον κυρίως Σε, ὕμνοις μεγαλύνοντας.

                                               Ὁ Ἱερεύς: Σῶσον ὁ Θεός.
                                               ᾨδή ζ΄. Οἱ ἐκ τῆς Ἰουδαίας.

λαρότητα ἤθους, ἐν ἁπλότητι τρόπων καί τήν πραότητα, παράσχου Παναγία, τοῖς ἀγωνιζομένοις, καί νοός καθαρότητα, τῆς  Ἀριζόνος Μονῆς, Κυρία Θεοτόκε.

Ζέσιν πίστεως πρόσθες, τοῖς ὀλιγοπίστοις καί ἔνθεον ἔρωτα, πόθον φιλοτιμίας, καρδίαν συμπαθείας, καί θυσείας προαίρεσιν, τοῖς Σέ τιμῶσιν Ἁγνή, Μήτηρ τῆς Ἀριζόνος.

ς θυμίαμα δέξαι, τήν προσφερομένην Σοι ταύτην ἀνύμνησιν, ἀντίδωρον διδοῦσα, τήν χάριν Σου Παρθένε, καί τήν ἄνωθεν σκέπην Σου, τοῖς προσιοῦσι πιστῶς, Μονῇ τῆς Ἀριζόνος.

Σταλαγμῷ εὐφροσύνης, τήν πεπικραμμένην καρδίαν μου γλύκανον, Νύμφη τῆς Ἀριζόνος, καί μή μέ ἀποῤῥίψης, ἀπό Σοῦ τόν ἀνίκανον, ἵνα ὑμνῶ Σε ἀεί, εἰς πάντας τούς αἰῶνας.   

                                                 ᾨδή η΄. Τόν Βασιλέα.      

λβον πλουτοῦσα, τῆς Ἀριζόνος ἡ Μάνδρα, τήν σεπτήν Σου Εἰκόνα Θεοτόκε, χείλεσιν ἀπαύστοις, τό χαῖρέ Σοι κραυγάζει.   

Νέμοις πλουσίως, Ἀριζονίτισσα Κόρη, τοῖς παισί Σου χαρίσματα εἰρήνης, ταπεινοφροσύνης, καί ἐλεημοσύνης.

Πλήθυνον Μῆτερ, τήν εὐλογίαν Σου ὧδε, καί τῆς γῆς τῶν καρπῶν τήν εὐφορίαν, Κεχαριτωμένη, Θεόνυμφε Μαρία.

νοιξον πᾶσι, τάς μητρικάς Σου ἀγκάλας, καί τήν πύλην τῆς Σῆς μακροθυμίας, ὦ Ἀριζονῖτις, χρυσόθρονε Κυρία.

                                                ᾨδή  θ΄. Κυρίως Θεοτόκον.               

Ναῷ τοῦ Σοῦ Ὁσίου, Μῆτερ Ἀντωνίου, τήν εὐαγῆ Σου Εἰκόνα θεώμενοι, Ἀριζονίτισσα Κόρη, Σέ μεγαλύνομεν.
Τοῖς πάσχουσιν ὑγείαν, καί παρηγορίαν, τοῖς ταπεινοῖς μονασταῖς Σου χορήγησον, Ἀριζονίτισσα ὕμνοις, Σέ μακαρίζουσιν.

κλόνητον τήν πίστιν, τήρησον ἐν χρόνοις, ἀποστασίας ἐσχάτης Πανάχραντε, τοῖς ὀρθοδόξως φρονοῦσι, καί Σέ γεραίρουσι.

Σοί τήν εὐχαριστίαν, καί ὑμνολογίαν, Ἀριζονίτισσα πόθῳ προσᾴδοντες, ἁμαρτημάτων αἰτοῦμεν τήν ἀπολύτρωσιν.

                                              Τό  Ἄξιόν ἐστι.

ξιόν ἐστιν ὡς ἀληθῶς,  μακαρίζειν Σε τήν Θεοτόκον, τήν ἀειμακάριστον, καί Παναμώμητον, καί Μητέρα τοῦ Θεοῦ ἡμῶν. Τήν τιμιωτέραν τῶν Χερουβείμ, καί ἐνδοξοτέραν  ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφείμ, τήν ἀδιαφθόρως Θεόν Λόγον τεκοῦσαν, τήν ὄντως Θεοτόκον Σέ μεγαλύνομεν.

                                              Καί τά Μεγαλυνάρια.

Τήν Παρθενομήτορα Μαριάμ, καί τῆς Ἀριζόνος, προστασίαν τήν φοβεράν, τήν μόνην ἐλπίδα, καί πάντων σωτηρίαν, ἁγνότητι καρδίας, ὕμνοις τιμήσωμεν.

τῆς Ἀριζόνος χαίρει Μονή, ἔχουσα ἐν κόλποις, τήν Εἰκόνα Σου τήν σεπτήν, ἥν ταῖς Σαῖς πρεσβεῖες ἀπήμαντον συντήρει, Παρθένε Θεοτόκε Ἀριζονίτισσα.

Χαῖρε τῆς ἐρήμου ἡ καλλονή, καί τῶν μοναζόντων, ἡ ἀκοίμητος ἀρωγή· χαῖρε τῆς Μονῆς Σου σεπτή καθηγουμένη, Ἁγνή, εὐλογημένη, Ἀριζονίτισσα.

ίζωσον τῷ πόθῳ Σου τάς ψυχάς, ἡμῶν Θεοτόκε, καί εὐλόγει Σούς φοιτητάς, ἅγνισον καί φρούρει, πᾶσαν τήν νεολαίαν, τήν Σοί προσευχομένην, Ἀριζονίτισσα.

Χαῖρε τῶν ἀγγέλων ἡ χαρμονή, καί τῆς Ἀριζόνος, ἠ γλυκεῖα καταφυγή· χαῖρε Παναγία, ἡ Μήτηρ τοῦ Κυρίου, καί Νύμφη τῆς ἐρήμου ἡ ἀγλαόμορφος.

Δίδου τήν ὁμόνοιαν ἀδελφοῖς, τοῖς διακονοῦσι, τήν Μονήν Σου ὡς συμπαθής· θέρμανον Παρθένε ἀγάπην τήν ψυγεῖσαν, ἐν χρόνοις τοῖς ἐσχάτοις, Ἀριζονίτισσα.

Πίστει προσκυνοῦμεν ἐν τῇ Μονῇ, τήν Τιμίαν Κάραν, τοῦ Ὁσίου Σου Ἰωσήφ, οὗ ταῖς ἱκεσίαις Δέσποινα Θεοτόκε, τήν Σήν ἡμῖν παράσχου, χάριν καί εὔνοιαν.

γιε Ἀντώνιε πρεσβευτά, τῆς Μονῆς σου ταύτης, καί ἐρήμου καθηγητά, σύν πᾶσιν ἁγίοις τοῖς ὧδε τιμωμένοις, αἰτήσασθε Κυρίῳ, ἡμῖν μετάνοιαν.

Πᾶσαι τῶν Ἀγγέλων αἱ στρατιαί, Πρόδρομε Κυρίου, Ἀποστόλων ἠ δωδεκάς, οἱ Ἅγιοι Πάντες μετά τῆς Θεοτόκου, ποιήσατε πρεσβείαν εἰς τό σωθῆναι ἡμᾶς.

                                                    Τό Τρισάγιον.
                                                    Ἀπολυτίκιον.
                                               Ἦχος γ΄.   Θείας Πίστεως.
Μήτηρ ἔνθρονος, κεχρυσωμένη, Βάτος ἔμψυχος, διηνθισμένη, ταῖς καλλοναῖς τῆς θεότητος πέφηνας· Ἀριζονίτισσα Κόρη πανάμωμε, περιζωννύοις ἡμᾶς τῇ δυνάμει Σου· ὅν ἐκύησας Χριστόν τόν Θεόν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τό μέγα ἔλεος.
                                           Ἐκτενής καί ἀπόλυσις,
                                               μεθ΄ ἥν τό ἑξῆς.
                                        Ἦχος β΄.   Ὅτε ἐκ τοῦ ξύλου.
Δεῦτε, τήν ζωήῤῥυτον πηγήν, καί τῆς Ἀριζόνος τήν Ζώνην τήν ἐνυπόστατον, ὕμνοις εὐφημήσωμεν καί προσκυνήσωμεν, κατανύξει κραυγάζοντες· Κυρία Παρθένε, ἡ Ἀριζονίτισσα, σκέπε καί φύλαττε, ταὐτην τήν ἁγίαν Μονή Σου, καί τούς ἐπί Σοί πεποιθότας, καί Θεοῦ Μητέρα Σε γινώσκοντας.
Δέσποινα πρόσδεξαι, τάς δεήσεις τῶν δούλων Σου, καί λύτρωσαι ἡμᾶς, ἀπό πάσης ἀνάγκης καί θλίψεως.
Τήν πᾶσαν ἐλπίδα μου, εἰς Σέ ἀνατίθημι, Μῆτερ τοῦ Θεοῦ, φύλαξόν με ὑπό τήν σκέπην Σου.

Δι΄ εὐχῶν τῶν ἀγίων Πατέρων ἠμῶν, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ὀ Θέος, ἐλέησον καί       σῶσον ἡμᾶς.  Ἀμήν.

Δίστιχον.  Ἀριζονίτισσα Δέσποινα καί Κυρία, εὔθυνόν μου Σέ ᾄσαντος τήν πορείαν.