Friday, October 28, 2016

Παναγία, η μάνα των Αγιορειτών ( Μοναχού Μωϋσέως Αγιορείτου )




Ήταν ένα γεροντάκι που μόλις άκουγε τ’ όνομα της Παναγίας έκλαιγε σαν μικρό παιδί.

Ήταν ένας Καυσοκαλυβίτης που όποτε γύριζε πλευρό τη νύχτα έψελνε το «Άξιον εστί».

Ήταν ένας Γρηγοριάτης ηγούμενος πού ΄χε «φάει» την εικόνα Της από τους πολλούς ασπασμούς.

Ήταν ένας Νεοσκητιώτης που παρακαλούσε όποιον έβλεπε να μιλήσει, να γράψει, να εκδώσει, ότι υπήρχε για την Παναγία.

Ήταν ένας μακαρίτης Ιβηρίτης που έπασχε από αγάπη προς την Πορταΐτισσα.

Ένας Φιλοθεΐτης έλεγε: «Έχομεν βεβαίας τας ελπίδας εις την Γλυκοφιλούσαν»

Παναγία· η μάνα των Αγιορειτών.

Η Παναγία. Πάνω απ’ όλες τις αγίες. Μητέρα Θεού και ανθρώπων. Η καλύτερη παραμυθία. Η πιο σίγουρη πρέσβειρα των πιστών. Η πιο ταπεινή, η πιο καλή, η πιο σεμνή, η πιο υπάκουη, η πιο υπομονετική, η σιωπηλή, η γενναία, η πρώτη, η βασίλισσα, η Κυρία, η Έφορος, η Οικονόμισσα, η φωτοφόρος νεφέλη και μανναδόχος στάμνα.

Χαρά να την αντικρύσεις. Ευχαρίστηση να την επικαλείσαι. Ευλογία να σ’ επισκέπτεται. Ελπίδα βέβαιη να την παρακαλάς. Βοήθεια μεγάλη η σκέπη της.

Που να βρεις τα ωραία λόγια να την εγκωμιάσεις; Πόσο φτωχή είναι η γλώσσα για τα μεγάλα ονόματα; Πόσο έχει φθαρεί η γλώσσα από την κατάχρηση. Έτσι σιωπάς και τα λες όλα. Όπως σιωπηλή ακολουθούσε παντού τον αγαπητό Υιό Της. Μέχρι Σταυρού.

Αθωνίτισσα Θεοτόκε, το ακοίμητο κανδήλι, το αγνό κερί, οι Χαιρετισμοί, η Παράκληση, το Θεοτοκάριο, τα Θεοτόκια δεν σου αρκούν. Μήτε γονυκλισίες και τάματα και προσφορές και κομποσχοίνια. Την καθαρότητα της καρδίας ζητάς για νάλθει ο Υιός σου να κατοικήσει και να φέρει θεοτόκες και θεοφόρες ώρες αγίας θεοψίας και φωτοχυσίας…

Μητέρα του Θεού, μητέρα των ανθρώπων, μητέρα του πόνου, μητέρα της αγωνίας, μητέρα των θλιβομένων, σύντροφε των μονομάχων του Θεού, των καλογέρων.

Όπως και να το κάνουμε είναι ανώτερες ψυχές οι Αγιορείτες, αφού επέλεξαν ν’ αφοσιωθούν μόνιμα στην Αθωνίτισσα Θεοτόκο.
Υπεραγία Θεοτόκε σώσον ημάς· του Άξιον εστί του πάνσεπτου ναού του Πρωτάτου της πρωτεύουσας των Καρυών, της Κουκουζέλισσας της Μεγίστης Λαύρας, της Βατοπεδινής Εσφαγμένης, της Πορταΐτισσας των Ιβήρων, της Τριχερούσης του Χιλιανδαρίου, του Ακαθίστου της Διονυσίου, της Φοβεράς Προστασίας του Κουτλουμουσίου, της Γερόντισσας του Παντοκράτορος, της Γοργοϋπηκόου της Δοχειαρίου, της Μυροβλύτισσας του Αγίου Παύλου, της Οδηγήτριας του Ξενοφώντος και τόσες άλλες, σ’ εκκλησίες και παρεκκλήσια, κελλιά και καλύβια...

Από το βιβλίο «Αθωνικό απόδειπνο» του Μοναχού Μωϋσέως Αγιορείτου

http://artoklasia.blogspot.ca/2014/11/blog-post_22.html

Sunday, October 23, 2016

Η αγάπη για όλη την κτίση ( Άγιος Παΐσιος )



Η αγάπη για όλη την κτίση
Η σχέση του ανθρώπου με τα ζώα πριν και μετά την πτώση
– Γέροντα, δώστε μου μια ευχή για τα Χριστούγεννα.
– Εύχομαι ο Χριστός και η Παναγία να σε έχουν κοντά τους σαν το αρνάκι που είναι δίπλα στην φάτνη. Νομίζω, περνάει καλά, όπως και το βοϊδάκι και το γαϊδουράκι που ζεσταίνουν τον Χριστό στην φάτνη... «Έγνω βούς τον κτησάμενον και όνος την φάτνην του κυρίου αυτού»1, λέει ο Προφήτης Ησαΐας. Γνώρισε δηλαδή το βοϊδάκι το αφεντικό του και το γαϊδουράκι την φάτνη του Κυρίου του. Γνώρισαν τί ήταν μέσα στην φάτνη και με τα χνώτα τους το ζέσταιναν! Κατάλαβαν τον Δημιουργό τους! Αλλά και το γαϊδουράκι, τί μεγάλη του τιμή να πάη τον Χριστό μετά στην Αίγυπτο! Οι άρχοντες είχαν άρματα χρυσοκέντητα, και ο Χριστός τί χρησιμοποίησε! Τί καλά να ήμουν αυτό το γαϊδουράκι!
Μέσα  στον  Παράδεισο  τα  ζώα  αισθάνονταν  την  ευωδία  της  Χάριτος  και αναγνώριζαν τον Αδάμ για αφέντη τους2. Μετά την παράβαση όμως βγήκαν και αυτά από τον Παράδεισο, χωρίς να φταίνε, και δεν αναγνώριζαν τον Αδάμ για αφεντικό τους, αλλά ορμούσαν να τον ξεσχίσουν. Ήταν σαν να του έλεγαν: «Είσαι κακός· δεν είσαι αφεντικό μας».
Τώρα, όταν ο άνθρωπος με την τήρηση των εντολών του Θεού πλησιάζη ξανά στον Θεό, ντύνεται και πάλι την θεία Χάρη, οπότε επανέρχεται στην κατάσταση που είχε προ της πτώσεως και τα ζώα τον αναγνωρίζουν για αφεντικό τους. Τότε κινείται άφοβα ανάμεσα στα άγρια ζώα, τα οποία παύουν πια να είναι άγρια, αφού το αφεντικό τους έχει ημερέψει.

Τα ζώα διαισθάνονται την αγάπη του ανθρώπου

– Γέροντα, ο Αββάς Ισαάκ λέει: «Καρδία ελεήμων είναι καύσις καρδίας υπέρ πάσης της κτίσεως...»3.
– Ναί, έτσι είναι· «καύσις καρδίας»4  και υπέρ των ζώων, αλλά και υπέρ των δαιμόνων ακόμη. Ο πνευματικός άνθρωπος δίνει την αγάπη του πρώτα στον Θεό, έπειτα στους ανθρώπους, και την υπερχείλιση της αγάπης του την δίνει στα ζώα και σε όλη την κτίση. Αυτή η θεϊκή αγάπη πληροφορεί και τα ζώα, τα οποία καταλαβαίνουν τον άνθρωπο που τα αγαπάει και τα πονάει και τον πλησιάζουν, χωρίς να φοβούνται. Ακόμη και τα άγρια ζώα μπορούν να διακρίνουν έναν άνθρωπο που τα αγαπάει από έναν κυνηγό που θέλει να τα σκοτώση. Τον κυνηγό τον αποφεύγουν,  τον  άνθρωπο  που  τα  αγαπάει  τον  πλησιάζουν.  Νόμιζα  ότι  δεν συμβαίνει το ίδιο και με τα φίδια, γιατί το φίδι είναι το μόνο ζώο που δεν αγαπιέται από τους ανθρώπους. Διαπίστωσα όμως αργότερα ότι και τα φίδια διαισθάνονται την αγάπη του ανθρώπου και πιάνουν φιλία μαζί του. Αν ο άνθρωπος έρθη στην θέση του φιδιού και το πονέση, το φίδι αμέσως το καταλαβαίνει και τον πλησιάζει σαν φίλος.
Είναι σαν να λέη: «Δόξα σοι ο Θεός, βρήκα κι εγώ επιτέλους έναν φίλο»!
– Είναι, Γέροντα, το ένστικτο που έχουν;
– Ο Θεός, για να εξυπηρετούνται, έχει δώσει και σ᾿ αυτά ό,τι χρειάζονται· τους
έδωσε την διαίσθηση. Μετά την πτώση ο άνθρωπος στερήθηκε το υπερφυσικό, αλλά του έμεινε ο νούς, η λογική. Π.χ. οι άνθρωποι βλέπουν κάπου πλατάνια και καταλαβαίνουν ότι εκεί υπάρχει και νερό· ψάχνουν και το βρίσκουν. Ενώ τα ζώα το πληροφορούνται σαν να έχουν ραντάρ. Η καμήλα, όταν είναι στην έρημο και διψάη, τρέχει μόνη της προς το μέρος που υπάρχει νερό και ο καμηλιέρης την ακολουθεί. Είναι σαν να παίρνη τηλεγράφημα.

Τα ζώα ζητούν βοήθεια από τον άνθρωπο

Τα καημένα τα ζώα θεό έχουν τον άνθρωπο. Όπως εμείς ζητούμε βοήθεια από τον Θεό, έτσι και αυτά ζητούν βοήθεια από τον άνθρωπο.
Στο Άγιον Όρος άκουγα για τον Γερο-Θεοφύλακτο από την Σκήτη του Αγίου Βασιλείου ότι είχε μεγάλη φιλία με τα άγρια ζώα. Αυτά διαισθάνονταν την αγάπη του και πήγαιναν στην Καλύβη του, όταν είχαν καμμιά ανάγκη. Κάποτε μάλιστα ένα ζαρκάδι που είχε σπάσει το πόδι του πήγε έξω από το Κελλί του και βέλαζε θλιμμένα. Βγήκε ο γέροντας και το είδε να τεντώνη το σπασμένο του ποδαράκι σαν να του το έδειχνε. Εκείνος του έφερε λίγο παξιμάδι να φάη και πήρε δύο ξυλάκια, με τα οποία έδεσε σταθερά το πόδι του. Μετά είπε στο ζαρκαδάκι: «Πήγαινε τώρα στο καλό και μετά από μια εβδομάδα να ξαναπεράσης να το δώ». Ο καλός Γέροντας συνεννοήθηκε με το ζώο σαν γιατρός με πονεμένο άνθρωπο, επειδή είχε γίνει άνθρωπος του Θεού!
  Γέροντα,  μου  κάνει  εντύπωση  πώς  ο  Όσιος  Γεράσιμος  δεν  φοβήθηκε καθόλου το λιοντάρι που τον πλησίασε, για να του βγάλη το αγκάθι5.
– Έ, Άγιος ήταν, αλλά και τα ζώα ποτέ δεν κάνουν κακό στον άνθρωπο, όταν βρίσκωνται σε ανάγκη. Μια φορά, τότε που ήμουν με την κήλη6, κάποιοι εργάτες κουβαλούσαν ξύλα με τα ζώα εκεί στην περιοχή του Καλυβιού. Βλέπω σε μια στιγμή ένα ζώο να πέφτη, το καημένο, κάτω και το σαμάρι με τα ξύλα να πέφτη από πάνω του. Διπλώθηκαν τα πόδια του και δεν μπορούσε να τα ισιώση. Εγώ ξέχασα ότι είχα κήλη, ξέχασα ότι δυσκολευόμουν ακόμη και να περπατήσω. Τρέχω, πετάω τα ξύλα. Πάω να σηκώσω το σαμάρι, δεν μπορούσα. Δίνω μιά, τραβάω τα σχοινιά και ελευθέρωσα το ζώο. Οπότε ένας Πατέρας που ήταν εκεί κοντά φώναξε: «Πρόσεχε, έχεις κήλη, θα πάθης καμμιά ζημιά». Τότε θυμήθηκα ότι είχα κήλη. «Καλά, του λέω, εγώ έχω κήλη· εσύ που δεν έχεις κήλη, γιατί δεν έτρεξες;». «Φοβήθηκα μήπως με
κλωτσήση», μου λέει.  «Ευλογημένε, του λέω, το ζώο, και λύκος να είναι, όταν το καημένο βρίσκεται σε ανάγκη, ζητάει βοήθεια και δεν κάνει κακό στον άνθρωπο».
Αλλά κι αν πεινούν κι αν διψούν τα ζώα, στον άνθρωπο καταφεύγουν, γιατί ο άνθρωπος είναι το αφεντικό τους. Θυμάμαι, στο Καλύβι του Τιμίου Σταυρού7, ένα καλοκαίρι, μια οχιά κατέβηκε από την λαμαρίνα της σκεπής και κουλουριάστηκε μπροστά μου. Σήκωνε το κεφάλι της ψηλά, έβγαζε την γλώσσα της και σφύριζε. Διψούσε πολύ – είχε καή από τον πολύ καύσωνα – και με απειλούσε. Ζητούσε νερό, αλλά με επιτακτικό τρόπο, λές και ήμουν υποχρεωμένος να πάω να της φέρω νερό.
«Βρέ, της λέω, εσύ, έτσι που κάνεις, δεν συγκινείς τον άλλον!». Της έβαλα μετά νεράκι και ήπιε. Ενώ τα τσακάλια πολύ με συγκινούν, γιατί, όταν πεινούν, κλαίνε σαν μωρά παιδιά. Να δήτε τί έχω πάθει και με τα γατάκια τώρα στο Καλύβι8. Πρόσεξαν πώς, κάθε φορά που χτυπούσε το καμπανάκι, έβγαινα έξω, και πότε-πότε τους έρριχνα κάτι να φάνε. Όταν λοιπόν πεινούν, τραβούν το σχοινί και χτυπάει το καμπανάκι. Βγαίνω και βλέπω να χτυπούν αυτά το καμπανάκι και τα ταΐζω. Πώς τα έχει κάνει όλα ο Θεός!
– Έρχονται, Γέροντα, ζώα στο Καλύβι σας;
– Πώς δεν έρχονται! Έρχονται τσακάλια, αγριόχοιροι... Έρχεται που και που και μια μικρή αλεπού. Όταν φεύγουν οι γάτες, έρχεται η αλεπουδίτσα. Οι αγριόχοιροι, το καλοκαίρι, δεν εμφανίζονται, επειδή φοβούνται τους κυνηγούς· τότε μόνο φίδια εμφανίζονται, γιατί τα φοβούνται οι άνθρωποι.
Έρχονται και πουλιά, κοπάδια, μικρά-μεγάλα. Τους βάζω βρεγμένο παξιμάδι και τρώνε. Το ινδοκάρυδο από τα λουκούμια το κρατώ ξεχωριστά για κάτι πουλιά που φέρνουν την άνοιξη. Τα καημένα κελαηδούν ανοιξιάτικα ακόμη από τον χειμώνα με τα χιόνια. Φέρνουν παρηγοριά δηλαδή. Αυτά πεθαίνουν για το ινδοκάρυδο!
– Γέροντα, στο Σινά, εκεί που μένατε, είχε ζώα;
– Στο Σινά, επειδή ήταν έρημος, πλησίαζαν πιο πολύ τα άγρια ζώα, καθώς και τα πουλιά. Είχε και πέρδικες, είχε και ορτύκια, σαν αυτά που έτρωγαν οι Εβραίοι στην έρημο9. Είχε και κάτι όμορφα ποντίκια, σαν χελωνάκια, χωρίς ουρά, που είχαν επάνω στην ράχη τους ένα τρίχωμα σαν βούρτσα! Τα τάιζα όλα, τις πέρδικες, τα ορτύκια, τα ποντίκια! Έβαζα ό,τι είχα ξεχωριστά πάνω στις πλάκες, γιατί μάλωναν! Πήγαινε το πουλάκι να φάη, πήγαινε και το ποντίκι, οπότε σηκωνόταν το πουλάκι να φύγη.
Τα  πουλιά,  όπου  πήγαινα,  με  ακολουθούσαν.  Όταν  ανέβαινα  πάνω  στα
βράχια και άρχιζα να ψάλλω, μαζεύονταν εκεί και στο τέλος τους έρριχνα λίγο ρύζι. Άμα ήθελα ησυχία, δεν έπρεπε να ψάλω καθόλου, γιατί μαζεύονταν όλα γύρω μου! Θυμάμαι μια φορά που πιάστηκε η μέση μου και έμεινα μερικές μέρες ξαπλωμένος, ένα πουλάκι, το καημένο, μπήκε μέσα στο κελλί μου και ήρθε πάνω στο στήθος μου.
Στάθηκε εκεί, με κοιτούσε στο πρόσωπο και κελαηδούσε, ώρες, πολύ γλυκά. Μου
έκανε εντύπωση!


Να παραδειγματιζώμαστε από τα ζώα

– Γέροντα, τί είναι αυτό το βουητό που ακούγεται;
  Ένα  μελίσσι  εγκαταστάθηκε  στο  παράθυρό  μου10    και  τώρα  εργάζεται εντατικά. Τί τραβάω το βράδυ με τις φωνές τους! Ελάτε να σάς δείξω την κυψέλη μου. Να δήτε με τί αρχιτεκτονική εργάζονται οι μέλισσες, ενώ δεν έχουν ούτε αρχιτέκτονα ούτε εργολάβο! Εύχομαι να δουλέψετε και εσείς σωστά, πνευματικά, να φτιάξετε πνευματική κυψέλη, να βγάζη μέλι πνευματικό, να έρχωνται οι λαϊκοί να τρώνε και να γλυκαίνωνται πνευματικά.
– Τί σημαίνει, Γέροντα, αυτό που λέει ο Ψαλμωδός: «Ανθρώπους και κτήνη σώσεις, Κύριε»11;
– Εννοεί ότι ο Θεός βοηθάει και τα ζώα. Πόσοι Άγιοι είναι προστάτες των ζώων! Αλλά και τί τραβάνε τα καημένα! Εμείς ούτε μια εβδομάδα δεν θα μπορούσαμε να κάνουμε την υπακοή που κάνουν αυτά στον άνθρωπο. Αν τα ταΐσουν, τα τάισαν· διαφορετικά μένουν νηστικά. Αν δεν κάνουν αυτό που θέλει το αφεντικό τους, τα χτυπούν. Και τί κόπο κάνουν, χωρίς να περιμένουν κανέναν μισθό. Εμείς ένα «Κύριε ελέησον» να πούμε, Παράδεισο έχουμε να λάβουμε. Μικρό πράγμα είναι αυτό;Μας πέρασαν επομένως και στην ακτημοσύνη και στην υπομονή και στην υπακοή.
Όλα  να  τα  παρακολουθήτε,  γιατί  όλα  βοηθούν.  Παρατηρώ  τα  μυρμήγκια πόσο φιλότιμα εργάζονται, χωρίς να έχουν επιστάτη. Εγώ δεν βρήκα σε κανέναν άνθρωπο την λεπτότητα που είδα στα μυρμήγκια. Τα νέα μυρμηγκάκια πάνε και κουβαλούν  στην  φωλιά  ξυλάκια  και  ένα  σωρό  άλλα  άχρηστα  πράγματα,  επειδή ακόμη δεν ξέρουν τί πρέπει να φέρουν. Τα παλιά μυρμήγκια τα αφήνουν να τα κουβαλήσουν, χωρίς να τους κόβουν την προθυμία, και μετά τα βγάζουν έξω από την φωλιά. Ύστερα, σιγά-σιγά τα νέα βλέπουν τί κουβαλούν τα παλιά και μαθαίνουν τί
πρέπει να φέρνουν. Αν ήμασταν εμείς, θα λέγαμε: «Έλα εδώ εσύ, τί είναι αυτά που κουβαλάς; Πέταξέ τα γρήγορα έξω!».
Τα ζώα τα έκανε ο Θεός, για να εξυπηρετήται ο άνθρωπος, αλλά και για να παραδειγματίζεται. Ο άνθρωπος, αν είναι άνθρωπος, από όλα ωφελείται.

Ο Όλετ, το φιλότιμο πουλί

Στο τελευταίο σας γράμμα12 μου είχατε στείλει μια εικόνα με τον Αδάμ και τα ζώα στον Παράδεισο. Σκέφθηκα λοιπόν να σάς στείλω κι εγώ με την σειρά μου ζωγραφισμένο ένα πουλί, τον πιο στενό μου φίλο, γιατί, αν σάς έστελνα ζωγραφισμένο ένα φίδι, νομίζω, θα σάς έπιανε φόβος. Τον έχω ονομάσει Όλετ, που σημαίνει στα αραβικά «παιδί»13. Μένει στο ραχώνι14, πεντακόσια μέτρα μακριά από το Καλύβι μου15. Κάθε μεσημέρι του πηγαίνω καλούδια και φιλεύματα. Μόλις του δίνω κάτι να φάη, παίρνει λίγο και φεύγει. Εγώ το φωνάζω να έρθη, αλλά αυτό φεύγει και σε λίγο έρχεται κρυφά από πίσω και κρύβεται κάτω από την ζακέτα μου. Όταν πάω να φύγω, με ξεπροβοδίζει σε απόσταση εκατό μέτρων περίπου, κι εγώ, για να μη συνεχίση να έρχεται από πίσω μου και κουρασθή, του αφήνω κανένα ψίχουλο, για να απασχοληθή, και φεύγω γρήγορα, για να με χάση.
Τώρα τελευταία άφησε την άσκηση και ζητάει καλοπέραση!... Ούτε σπασμένο ρύζι τρώει ούτε βρεγμένο παξιμάδι, αλλά μόνο σκουληκάκια, που θέλει να τα βάζω στό... πιάτο – στην χούφτα μου – και να ανεβαίνη εκεί να τρώη. Πρόοδος!
Είναι μέρες που πανηγυρίζω με τον Όλετ και την συντροφιά του. Μπορεί να πη κανείς: «Γιατί κάνεις εξαιρέσεις στον Όλετ; Γιατί δεν κάνεις το ίδιο και με τα άλλα πουλιά;». Απαντώ: «Όταν φωνάζω τον Όλετ να έρθη, φέρνει μαζί του και άλλα πουλιά,  φίλους  του,  τα  οποία  τρέχουν  αμέσως  στο  φαΐ,  ενώ  ο  Όλετ  έρχεται  από υπακοή και από αγάπη. Ακόμη και όταν είναι νηστικός, κάθεται αρκετή ώρα μαζί μου και ξεχνάει το φαγητό· εγώ του το θυμίζω. Και τώρα που καλωσύνεψε ο καιρός και βρίσκει ζουζούνια να φάη, όταν το φωνάζω, πάλι έρχεται, για την υπακοή, ενώ είναι χορτάτο και δεν το αναγκάζει η πείνα. Έ, πώς να μην το χαίρεσαι περισσότερο από τα άλλα πουλιά αυτό το φιλότιμο πουλάκι;».
Πολλές φορές μου έρχεται από την πολλή μου αγάπη να το σφίξω μέσα στηνχούφτα μου, αλλά φοβάμαι μήπως κάνω σαν την μαϊμού που από αγάπη σφίγγει τα παιδιά της και τελικά τα πνίγει. Γι᾿ αυτό σφίγγω την καρδιά μου και το χαίρομαι από μακριά, για να μην το βλάψω16.
Μια μέρα άργησα να πάω στο ραχώνι και ο Όλετ, επειδή φυσούσε πολύ, είχε λουφάξει από νωρίς. Άφησα το φαγητό του και έφυγα, χωρίς να τον δώ. Την άλλη μέρα ξεκίνησα να πάω πολύ νωρίς, γιατί ανησύχησα μήπως το έφαγε κανένα γεράκι. Αυτό, όταν είδε το πρωί το φαγητό που του είχα αφήσει αποβραδίς, «τό πείραξε ο λογισμός» και κατέβηκε στα μισά του δρόμου και με περίμενε. Όταν με είδε, έκανε σαν τρελλό από την χαρά του. Του έδινα να φάη, αλλά αυτό περισσότερο ήθελε συντροφιά παρά φαγητό. Το θαυμάζω για την άσκησή του και για την αγάπη που έχει, καθώς και για την ευγνωμοσύνη του. Εύχεσθε να μιμηθώ τις αρετές του.
Πιστεύω να μην έχετε παράπονο· σάς τα είπα όλα, χωρίς να πάρω την συγκατάθεση του Όλετ. Ελπίζω να μην τον στενοχωρήσω, μια που δεν θα γίνουν γνωστά έξω... Έχετε τους χαιρετισμούς τους δικούς του και τους δικούς μου τους πολλούς.
Στο Καλύβι μου όχι μόνον τα πετούμενα πουλάκια αλλά όλα τα ζώα που έρχονται εκεί – τσακάλια, λαγοί, νυφίτσες, χελώνες, σαύρες, φίδια – χορταίνουν από την υπερχείλιση της αγάπης μου και χορταίνω κι εγώ, όταν χορταίνουν αυτά, και όλοι

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1 Ησ. 1, 3.
2 Βλ. Γέν. 1, 28.
3 Αββά Ισαάκ του Σύρου, Οι Ασκητικοί Λόγοι, Λόγος ΠΑ´, σ. 270.
4 Ό.π.
5   Ο βίος του Οσίου Γερασίμου του Ιορδανίτου είναι συνδεδεμένος με ένα λιοντάρι που παρουσιάσθηκε μπροστά του στην όχθη του Ιορδάνου και ωρυόταν από τον πόνο, γιατί είχε μπή στο πόδι του ένα μυτερό καλάμι. Ο Όσιος συμπόνεσε το ζώο και του έβγαλε το καλάμι. Από τότε το λιοντάρι ακολουθούσε τον Όσιο «ως γνήσιος μαθητής» του. (Βλ. Ιωάννου Μόσχου, Πνευματικός Λειμών, Φιλοκαλία των Νηπτικών και Ασκητικών, τόμος 2, εκδ. «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1987, σ. 204-207).
6 Το 1987.
7 Την περίοδο 1968-1979.
8 Στο Καλύβι «Παναγούδα».
9 Βλ. Έξ. 16, 13· Αριθμ. 11, 31-32.
10  Το μελίσσι είχε μπή από τις τρύπες του κλειστού παντζουριού και είχε φτιάξει την
κυψέλη του ανάμεσα στο κλειστό παντζούρι και στο τζάμι. Ο Γέροντας είχε συνέχεια κλειστό αυτό το παράθυρο του κελλιού του και τραβηγμένη την κουρτίνα. (Συνέβη στο Ησυχαστήριο τον Ιούνιο του 1993).
11 Ψαλμ. 35, 7.
12  Το γράμμα το είχαν στείλει στον Γέροντα αδελφές του Ησυχαστηρίου την άνοιξη του 1975.
13 Το πουλί αυτό ήταν ένας κοκκινολαίμης.
14 Ραχώνι: Λόφος, βουναλάκι.
15 Το Καλύβι του Τιμίου Σταυρού.
16   Η σχέση του Γέροντα με τα ζώα δεν ήταν μια εκδήλωση ζωοφιλίας αλλά έκφραση «ελεήμονος καρδίας», της οποίας η αγάπη ξεχυνόταν προς όλη την κτίση.  μαζί,  «τά  θηρία  και  πάντα  τα  κτήνη,  ερπετά  και  πετεινά  πτερωτά»17,  «αινούμεν, ευλογούμεν και προσκυνούμεν τον Κύριον»18.
17 Ψαλμ. 148, 10.
18  Από την ογδόη Ωδή (Ύμνος των Αγίων Τριών Παίδων). Βλ. Ωρολόγιον το Μέγα, έκδ.«Αποστολικής Διακονίας», Αθήνα 142001, σ. 76.

Aπο το Βιβλίο :
ΛΟΓΟΙ Ε΄  ΠΑΘΗ  ΚΑ ΑΡΕΤΕΣ  ΓΕΡΟΝΤΟΣ  ΠΑΪΣΙΟΥ  ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ.

Wednesday, October 19, 2016

Παρακλητικός Κανών - Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης


Ὁ Ἱερεὺς ἄρχεται τῆς Παρακλήσεως μὲ τὴν δοξολογικήν ἐκφώνησιν:



Εὐλογητὸς ὁ Θεός ἡμῶν, πάντοτε, νῦν καὶ ἀεί καὶ εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων.

Ὁ χορός: Ἀμήν.



Ἤ μὴ ὑπάρχοντος Ἱερέως, ἡμεῖς τό:

Δι’ εὐχῶν τῶν Ἁγίων Πατέρων ἡμῶν, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ὁ Θεός, ἐλέησον καὶ σῶσον ἡμᾶς, Ἀμήν.




Δόξα σοί, ὁ Θεός ἠμῶν, δόξα σοί. Βασιλεῦ Οὐράνιε, Παράκλητε, τό Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, ὁ πανταχοῦ παρών καί τά πάντα πληρῶν, ὁ θησαυρός τῶν ἀγαθῶν καί ζωῆς χορηγός, ἐλθέ καί σκήνωσον ἐν ἠμίν καί καθάρισον ἠμᾶς ἀπό πάσης κηλίδος καί σῶσον, Ἀγαθέ τάς ψυχᾶς ἠμῶν.
Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος Ἰσχυρός, Ἅγιος Ἀθάνατος ἐλέησον ἠμᾶς.

Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος Ἰσχυρός, Ἅγιος Ἀθάνατος ἐλέησον ἠμᾶς.

Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος Ἰσχυρός, Ἅγιος Ἀθάνατος ἐλέησον ἠμᾶς.

Δόξα Πατρί καί Υἱῶ καί Ἁγίω Πνεύματι. Καί νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰώνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.


Παναγία τριάς, ἐλέησον ἠμᾶς. Κύριε ἰλάσθητι ταῖς ἁμαρτίαις ἠμῶν. Δέσποτα, συγχώρισον τάς ἀνομίας ἠμίν. Ἅγιε, ἐπισκεψε καί ἴασαι τάς ἀσθενείας ἠμῶν, ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός σου. Κύριε ἐλέησον, Κύριε ἐλέησον, Κύριε ἐλέησον.

Δόξα Πατρί καί Υἱῶ καί Ἁγίω Πνεύματι. Καί νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰώνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.




Πάτερ ἠμῶν, ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς, ἁγιασθήτω τό ὄνομά Σου, ἐλθέτω ἡ βασιλεία Σου, γεννηθήτω τό θέλημά Σου ὡς ἐν οὐρανό καί ἐπί τῆς γής. Τόν ἄρτον ἠμῶν τόν ἐπιούσιον δός ἠμίν σήμερον, καί ἅφες ἠμίν τά ὀφειλήματα ἠμῶν, ὡς καί ἠμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἠμῶν, καί μή εἰσενέγκης ἠμᾶς εἰς πειρασμόν ἀλλά ρύσαι ἠμᾶς ἀπό τοῦ πονηροῦ.



Ψαλμός ρμβ’ (142).

Κύριε εἰσάκουσον τῆς προσευχῆς μου, ἐνώτισαι τὴν δέησίν μου ἐν τῇ ἀληθείᾳ Σου, εἰσάκουσον μου ἐν τῇ δικαιοσύνῃ Σου καὶ μὴ εἰσέλθης εἰς κρίσιν μετά τοῦ δούλου Σου, ὅτι οὐ δικαιωθήσεται ἐνώπιόν Σου, πᾶς ζῶν. Ὅτι κατεδίωξεν ὁ ἐχθρός τὴν ψυχήν μου, ἐταπείνωσεν εἰς γῆν τὴν ζωήν μου. Ἐκάθισέ με ἐν σκοτεινοῖς, ὡς νεκρούς αἰῶνος καὶ ἠκηδίασεν ἐπ’ ἐμέ τό πνεῦμα μου, ἐν ἐμοί ἐταράχθη ἡ καρδία μου. Ἐμνήσθην ἡμερῶν ἀρχαίων, ἐμελέτησα ἐν πᾶσι τοῖς ἔργοις Σου, ἐν ποιήμασι τῶν χειρῶν Σου ἐμελέτων. Διεπέτασα πρός Σέ τάς χείρας μου, ἡ ψυχή μου ὡς γῆ ἄνυδρός Σοι. Ταχύ εἰσάκουσόν μου, Κύριε, ἐξέλιπε τό πνεῦμα μου. Μὴ ἀποστρέψης τό πρόσωπόν Σου ἀπ’ ἐμοῦ καὶ ὁμοιωθήσομαι τοῖς καταβαίνουσιν εἰς λάκκον. Ἀκουστὸν ποίησόν μου τό πρωΐ τό ἔλεός Σου, ὅτι ἐπὶ Σοί ἤλπισα. Γνώρισόν μοι, Κύριε, ὁδόν ἐν ἧ πορεύσομαι, ὅτι πρός Σέ ἦρα τὴν ψυχήν μου. Ἐξελοῦ με ἐκ τῶν ἐχθρῶν μου, Κύριε, πρός Σέ κατέφυγον, δίδαξόν με τοῦ ποιεῖν τό θέλημά Σου, ὅτι Σύ εἶ ὁ Θεός μου. Τό Πνεῦμα Σου τό ἀγαθὸν ὁδηγήσει με ἐν γῇ εὐθείᾳ, ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός Σου, Κύριε, ζήσεις με. Ἐν τῇ δικαιοσύνῃ Σου ἐξάξεις ἐκ θλίψεως τὴν ψυχήν μου καὶ ἐν τῷ ἐλέει Σου ἐξολοθρεύσεις τούς ἐχθρούς μου. Καί ἀπολεῖς πάντας τούς θλίβοντας τὴν ψυχήν μου, ὅτι ἐγώ δοῦλος Σου εἰμί.



Καί εὐθύς ψάλλεται τετράκις ἐξ’ ὑπαμοιβῆς, μετά τῶν οἰκείων στίχων:

Θεός Κύριος καὶ ἐπέφανεν ἡμῖν, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου.

Στίχ. α’. Ἐξομολογεῖσθε τῷ Κυρίῳ ὅτι ἀγαθός, ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα τὸ ἔλεος Αὐτοῦ.

Θεός Κύριος καὶ ἐπέφανεν ἡμῖν, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου.



Στίχ. β’. Πάντα τὰ ἔθνη ἐκύκλωσάν με καὶ τό ὀνόματι Κυρίου ἠμυνάμην αὐτούς.

Θεός Κύριος καὶ ἐπέφανεν ἡμῖν, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου.



Στίχ. γ’. Παρά Κυρίου ἐγένετο αὕτη καὶ ἔστι θαυμαστή ἐν ὀφθαλμοῖς ἡμῶν.

Θεός Κύριος καὶ ἐπέφανεν ἡμῖν, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου.



Εἶτα τὸ τροπάριον. Ἦχος δ΄. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.



Ὁ νοῦν κρατήσας εἰς κατώτατα ᾍδου, καὶ ἀνελθὼν τῇ ταπεινώσει εἰς ὕψος, θεωριῶν τῇ Χάριτι σεπτὲ Σιλουανέ, δέχου τοὺς προστρέχοντας, πατρικαῖς σου πρεσβείαις, δίδου πεῖραν Πνεύματος, λογισμὸν μετανοίας, ὅπως τῇ γνώσει Πάτερ τοῦ Θεοῦ, ἀξιωθῶμεν, τῆς ἄνω συστάσεως.

Δόξα Πατρί καί Υἱῶ καί Ἁγίω Πνεύματι. Καί νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰώνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.




Θεοτοκίον.

Οὐ σιωπήσομέν ποτε Θεοτόκε, τὰς δυναστείας Σου λαλεῖν οἱ ἀνάξιοι, εἰμὴ γὰρ Σὺ προΐστασο πρεσβεύουσα, τίς ἡμᾶς ἐῤῥύσατο ἐκ τοσούτων κινδύνων; Τίς δὲ διεφύλαξεν, ἕως νῦν ἐλευθέρους; Οὐκ ἀποστῶμεν Δέσποινα ἐκ Σοῦ, Σοὺς γὰρ δούλους σώζεις ἀεί, ἐκ παντοίων δεινῶν.



Ψαλμός ν’ (50).

Ἐλέησόν με, ὁ Θεός, κατά τό μέγα ἔλεός Σου καί κατά τό πλῆθος τῶν οἰκτιρμῶν Σου, ἐξάλειψον τό ἀνόμημά μου. Ἐπὶ πλεῖον πλῦνόν με ἀπὸ τῆς ἀνομίας μου καί ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας μου καθάρισόν με. Ὅτι τήν ἀνομίαν μου ἐγώ γινώσκω καί ἡ ἁμαρτία μου ἐνώπιόν μου ἐστι διά παντός. Σοί μόνῳ ἥμαρτον καί τό πονηρόν ἐνώπιόν Σου ἐποίησα, ὅπως ἄν δικαιωθῇς ἐν τοῖς λόγοις Σου καί νικήσῃς ἐν τῷ κρίνεσθαί Σε. Ἰδοὺ γάρ ἐν ἀνομίαις συνελήφθην καί ἐν ἁμαρτίαις ἐκίσσησέ με ἡ μήτηρ μου. Ἰδοὺ γάρ ἀλήθειαν ἠγάπησας, τὰ ἄδηλα καί τὰ κρύφια τῆς σοφίας Σου ἐδήλωσάς μοι. Ῥαντιεῖς με ὑσσώπῳ καί καθαρισθήσομαι, πλυνεῖς με καί ὑπέρ χιόνα λευκανθήσομαι. Ἀκουτιεῖς μοι ἀγαλλίασιν καί εὐφροσύνην, ἀγαλλιάσονται ὀστέα τεταπεινωμένα. Ἀπόστρεψον τό πρόσωπόν Σου ἀπὸ τῶν ἁμαρτιῶν μου καί πάσας τάς ἀνομίας μου ἐξάλειψον. Καρδίαν καθαράν κτίσον ἐν ἐμοί ὁ Θεός καί πνεῦμα εὐθὲς ἐγκαίνισον ἐν τοῖς ἐγκάτοις μου. Μὴ ἀποῤῥίψῃς με ἀπὸ τοῦ προσώπου Σου καί τό Πνεῦμα Σου τό Ἅγιον μὴ ἀντανέλῃς ἀπ’ ἐμοῦ. Ἀπόδος μοι τήν ἀγαλλίασιν τοῦ σωτηρίου Σου καί πνεύματι ἡγεμονικῷ στήριξόν με. Διδάξω ἀνόμους τάς ὁδούς Σου καί ἀσεβεῖς ἐπὶ σέ ἐπιστρέψουσιν. Ῥῦσαι με ἐξ αἱμάτων ὁ Θεός, ὁ Θεός τῆς σωτηρίας μου, ἀγαλλιάσεται ἡ γλῶσσα μου τήν δικαιοσύνην Σου. Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις καί τό στόμα μου ἀναγγελεῖ τήν αἴνεσίν Σου. Ὅτι, εἰ ἠθέλησας θυσίαν, ἔδωκα ἄν, ὁλοκαυτώματα οὐκ εὐδοκήσεις. Θυσίᾳ τῷ Θεῷ πνεῦμα συντετριμμένον, καρδίαν συντετριμμένην καί τεταπεινωμένην ὁ Θεός οὐκ ἐξουδενώσει. Ἀγάθυνον, Κύριε, ἐν τῇ εὐδοκίᾳ Σου τήν Σιών καί οἰκοδομηθήτω τὰ τείχη Ἱερουσαλήμ. Τότε εὐδοκήσεις θυσίαν δικαιοσύνης, ἀναφορὰν καί ὁλοκαυτώματα. Τότε ἀνοίσουσιν ἐπὶ τό θυσιαστήριόν Σου μόσχους.



Εἶτα, ὁ Κανών, οὗ ἡ ἀκροστιχίς: Διψητικῶς ἀξίωσον, ζητεῖν Θεόν, ὦ Πάτερ. θανάσιος).



ᾨδὴ α΄. Ἦχος πλ. Δ΄. Ὑγρὰν διοδεύσας.

Διψῶντες τὴν Χάριν τοῦ Ἰησοῦ, προστρέχομεν πίστει, σοὶ ὦ Πάτερ Σιλουανέ, πρεσβείαις ἁγίαις οὖν χορήγει, τὰς δωρεὰς καὶ ἡμῖν θείου Πνεύματος.

Ἱλέωσαι Πάτερ τὸν ἀγαθόν, Δεσπότην καὶ δίδου, τῆς εἰρήνης ἐγκαινισμόν, καρδίαις ζητούσαις τὴν γαλήνην, ἥνπερ παρέχει τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον.

Ψυχὰς ἀποκάθαρον τῶν παθῶν, τρισόλβιε Πάτερ, καὶ οἰκίας φωτολαμπεῖς, ἀνάδειξον ταύτας Παρακλήτου, ὡς τὴν ψυχήν σου τελείως ἐκάθηρας.



Θεοτοκίον.

Ἣν ἔσχες ταπείνωσιν ἀληθῆ, Παρθένε παράσχου, σοῖς οἰκέταις ἐγκατοικεῖν, γενέσθαι δὲ πάντας κατὰ χάριν, τοῦ γλυκυτάτου Υἱοῦ Σου σκηνώματα.



ᾨδὴ γ΄. Οὐρανίας ἁψῖδος.

Τὴν σφοδράν σου ἀγάπην πρὸς τὸν Θεὸν ἔδειξας, διὰ μετανοίας ἀρίστης, μακαριώτατε, ὅρον σου θέμενος, μὴ προσβαλεῖν Τούτῳ ἔτι, ἑκουσίῳ πταίσματι ἢ παραπτώματι.

Ἰησοῦ ἐπικλήσει τῇ ζωηρᾷ σέσωσαι, ὅτε ὁ λυττώτων σοι κύων, Πάτερ προσήγγισε· διό με λύτρωσαι, ἐκ τοῦ κυνὸς διαβόλου, προσευχὴν διδάσκων μοι, τὴν ἀδιάλειπτον.

Κεκμηκότα με Πάτερ ἐκ πονηρῶν πράξεων, στῆσον καὶ ἀνόρθωσον πάλιν τῇ μεσιτείᾳ σου, σὺ γὰρ φιλάνθρωπα, ἐκ δωρεᾶς ἔχεις σπλάγχνα, ἅπερ μοι ἐπίδειξαι, ἵνα δοξάζω σε.



Θεοτοκίον.

Ὡς τὸν ὄφιν Παρθένε τὸν πονηρὸν ἤλασας, ἀπὸ Συμεὼν ἐνυπνίῳ, πάντοτε δίωκε, ἀπὸ καρδίας μου, τὰς ἀκαθάρτους ἐννοίας, σκεῦος καθαρώτατον, ἀποδεικνῦσά με.

Διάσωσον, Σιλουανὲ σαῖς πρεσβείαις τοὺς σοὺς ἱκέτας, ἀπὸ παντοίων ἐπηρειῶν πονηρῶν, καὶ φύλαττε αὐτούς, ἐν τῇ Χάριτι Κυρίου.

Ἐπίβλεψον, ἐν εὐμενείᾳ πανύμνητε Θεοτόκε, ἐπὶ τὴν ἐμὴν χαλεπὴν τοῦ σώματος κάκωσιν, καὶ ἴασαι τῆς ψυχῆς μου τὸ ἄλγος.



Κάθισμα. Ἦχος β΄. Πρεσβεία θερμή.

Πρεσβείας τὰς σὰς πλουτοῦντες παμμακάριστε, κινδύνων ἀεί, λυτρούμεθα οἱ δοῦλοί Σου, καὶ Θεὸν γνωρίζοντες, διὰ Χάριτος ὁσιώτατε, Σιλουανὲ ἐκ ψυχῆς, τὸν ὕμνον σοι ἀναπέμπομεν.



ᾨδὴ δ΄. Εἰσακήκοα Κύριε.

Σταθερὰν ὡς ἐπέδειξας, ἔφεσίν σου Πάτερ ἀφιερώσεως, οὕτω πάντοτε τὸν δοῦλόν σου, πολιτεύεσθαι Θεῷ ἀξίωσον.

ᾍδου Πάτερ ἐκύκλωσαν,φλόγες τὴν καρδίαν μετανοοῦσάν σου, ὧν με λύτρωσαι τὸν τάλανα, δροσισμὸν παρέχων θείας Χάριτος.

Ξένος γέγονας Ὅσιε, τὸν σταυρὸν ἀράμενος θείου Σχήματος, τὸν Χριστὸν οἰκεῖον ἔχων σοι, ᾯ με παῤῥησίᾳ σου οἰκείωσον.



Θεοτοκίον.

Ἱερὸν ὡς ἀνάθημα, δέδεξαι Παρθένε ἐν θείῳ Ἄθωνι, τὸν Σὸν δοῦλον κατασκέπουσα, μητρικῇ Σου σκέπῃ, ᾗ με σκέπασον.



ᾨδὴ ε΄. Φώτισον ἡμᾶς.

Ὤφθη σοι Χριστός, τῷ πολέμῳ ἀτονήσαντι, καὶ ψυχῆς ἠλλοίωσε ἰσχύν, Ὃν ἀτονοῦντι, ἀντιλήπτορα παράσχου μοι.

Σῶμα καὶ ψυχή, εἰληφότα θείαν ὅρασιν, ἀνεώθησάν σου Πάτερ εὐθύς, κἀμοῦ κραυγάζω, ἀνανεούσθω ἔσω ἄνθρωπος.

Ὄμμα νοερόν, ὥσπερ ἄγγελος ἐτήρησας, ἐν ἀγρυπνίαις ἐκτηκόμενος, καὶ νήψει Πάτερ· διό με νήφειν καταξίωσον.



Θεοτοκίον.

Νέωσον τὸν νοῦν, καὶ καρδίαν μου Θεόνυμφε, ἐγκατασπείρουσα τὸ σπέρμα εὐχῆς, ὡς εὐχομένῳ, τῷ Ὁσίῳ ξένως ἔσπειρας.



ᾨδὴ στ΄. Τὴν δέησιν.

Ζωήν σου, τοὺς ἀδελφοὺς οἰόμενος, δι’ ὧν εὕρισκες Θεὸν τὸν Πατέρα, Σιλουανέ διηκόνεις προθύμως, αὐτοῖς τὴν Χάριν λαμβάνων τοῦ Πνεύματος· διὸ κἀμὲ παρακαλῶ, βλέπειν πάντας ὡς σὺ καταξίωσον.

Ἠλόγησας, τῆς φθαρτῆς σου φύσεως, καὶ ἀγῶνας ὑπὲρ μέτρον ἐτέλεις, φόβον ἐν νῷ, ἔχων μήπως ἐκπέσῃς, τῆς Ἰησοῦ ἀγαπήσεως Ὅσιε, ἧς πάντοτε ἐμὴν ψυχήν, ἐξαρτᾶσθαι εὐχαῖς σου μοὶ δώρησαι.

Τηρήσας σου, εἰς τοῦ ᾅδου πέταυρα, λογισμὸν μακαριώτατε Πάτερ, τῆς ἀγαθῆς, τοῦ Σωτῆρος ἐλπίδος, μὴ μακρυνθῆναι ἠξίωσαι Ὅσιε· διὸ βοῶ σοι ἐκ ψυχῆς· ἐργασίαν τοιαύτην ἐργάζοιμι.



Θεοτοκίον.

Ἐλέους Σου, μητρικοῦ ἀπήλαυσεν, ὁ θεράπων Σου Παρθένε Κυρία, καὶ γὰρ οὐδείς, μετὰ πόθου προσπίπτων, οὐκ ἂν κενὸς πορευθείη τῆς χάριτος, ἧς δέομαι ὁ ἀμελής, ἀπολαῦσαι ἐν βίῳ μου ἅπαντι.

Διάσωσον, Σιλουανὲ σαῖς πρεσβείαις τοὺς σοὺς ἱκέτας, ἀπὸ παντοίων ἐπηρειῶν πονηρῶν, καὶ φύλαττε αὐτούς, ἐν τῇ Χάριτι Κυρίου.

Ἄχραντε, ἡ διὰ λόγου τὸν Λόγον ἀνερμηνεύτως, ἐπ’ ἐσχάτων τῶν ἡμερῶν τεκοῦσα δυσώπησον, ὡς ἔχουσα μητρικὴν παῤῥησίαν.



Κοντάκιον. Ἦχος β΄. Προστασία τῶν Χριστιανῶν.

Διὰ πείρας μαθὼν τὰ θεῖα μυστήρια, τὴν ἀγάπην καλῶς πρὸς πάντας ἐναπέδειξας, ἣν καὶ νῦν Σιλουανέ, τοῖς χρήζουσι πιστοῖς, καὶ προστρέχουσι τῇ σῇ, μεσιτείᾳ ἐπίδειξαι, πάθη ψυχῶν σωμάτων, πόῤῥω ἀποδιώκων, καὶ τὴν τοῦ Πνεύματος χαράν, παρέχων τὴν ἄμισθον.



Προκείμενον: Τίμιος ἐναντίον Κυρίου, ὁ θάνατος τοῦ Ὁσίου Αὐτοῦ.

Στ.: Ὑπομένων ὑπέμεινα τὸν Κύριον, καὶ προσέσχε μοι καὶ εἰσήκουσε τῆς φωῆς τῆς δεήσεώς μου.

Εὐαγγέλιον. Ἐκ τοῦ κατὰ Ματθαῖον.


Εἶπεν ὁ Κύριος τοῖς ἑαυτοῦ Μαθηταῖς· Πάντα μοι παρεδόθη ὑπὸ τοῦ Πατρός μου, καὶ οὐδεὶς ἐπιγινώσκει τὸν Υἱόν, εἰμὴ ὁ Πατήρ, οὐδὲ τὸν Πατέρα τις ἐπιγινώσκει, εἰμὴ ὁ Υἱός, καὶ ᾧ ἐὰν βούληται ὁ Υἱὸς ἀποκαλύψαι. Δεῦτε πρός με πάντες οἱ κοπιῶντες καὶ πεφορτισμένοι, κᾀγὼ ἀναπαύσω ἡμᾶς. Ἄρατε τὸν ζυγόν μου ἐφ’ ὑμᾶς, καὶ μάθετε ἀπ’ ἐμοῦ, ὅτι πρᾷος εἰμί, καὶ ταπεινὸς τῇ καρδίᾳ, καὶ εὑρήσετε ἀνάπαυσιν ταῖς ψυχαῖς ὑμῶν. Ὁ γὰρ ζυγός μου χρηστός, καὶ τὸ φορτίον μου ἐλαφρὸν ἐστί.


Δόξα Πατρί καί Υἱῶ καί Ἁγίω Πνεύματι.


Ταῖς τοῦ Σου Ὁσίου...πρεσβείαις Ἐλεῆμον, ἑξάλειψον τά πλήθη τῶν ἐμῶν ἐγκλημάτων.

Καί νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰώνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.


Ταῖς τῆς Θεοτόκου... πρεσβείαις Ἐλεῆμον, ἑξάλειψον τά πλήθη τῶν ἐμῶν ἐγκλημάτων.



Προσόμοιον. Ἦχος πλ. β΄. Ὅλην ἀποθέμενοι.



Στ.:  Ἐλέησον μέ, ὁ Θεός, κατά τό μέγα ἔλεός σου, καί κατά τό πλῆθος τῶν οἰκτιρμῶν σου, ἑξάλειψον τό ἀνόμημά μου.



Ὅλην σου τὴν ἔφεσιν, πρὸς τὸν Θεὸν ἀνατείνας, δρόμον τῆς ἀσκήσεως, Πάτερ ὁσιώτατε διεπέρασας, καὶ δραγμοὺς Χάριτος, ἀποδρέψας πόθῳ, νῦν πλουτεῖς παναληθέστατα, τὴν ἑκατόμμοιραν, τοῦ Εὐαγγελίου ὡς εἴρηται· διὸ καὶ τοῖς προστρέχουσι, ῥείθροις τῶν ῥημάτων σου πάρεχε, δροσισμὸν καρδίας, καὶ τρόπους μετανοίας ἀψευδοῦς, Σιλουανὲ θείου Πνεύματος, κτῆτορ καὶ διδάσκαλε.



ᾨδὴ ζ΄. Οἱ ἐκ τῆς Ἰουδαίας.

Ἱερὰν πολιτείαν τῶν μοναστῶν ᾔνυσας, Πάτερ ἐν πολλῇ κατανύξει, καὶ ἔχων πάντοτε, πρὸ τῶν ὀμμάτων σου, τὴν Παρουσίαν Κυρίου, Ὃν κἀμὲ ἐνώπιον, βλέπειν ἀξίωσον.

Νοῦν τετήρηκας ξένον τῶν κοσμικῶν πράξεων, καὶ θεωριῶν θεοφόρε, διὰ τοῦ Πνεύματος, συγκατερχόμενος, ταλαιπωρίαις τοῦ κόσμου, καὶ εὐχὰς ποιούμενος, ἃς καὶ νῦν ποίησον.

Θρηνωδίας παρῆλθε τῆς τοῦ Ἀδὰμ Ὅσιε, χρόνος ὅτι νῦν ἀπολαύεις, Οὗπερ ἐπόθησας· διὸ ὡς μείζονα, τὴν παῤῥησίαν νῦν ἔχων, τοῦ λαοῦ σου μνήσθητι, φιλοψυχότατε.



Θεοτοκίον.

Ἐν Σταυρῷ ἱσταμένη ὠκεανὸν θλίψεως, ἄχραντε ἐξέπιες ὅμως, χαρᾶς πεπλήρωσαι, ὅτε ἑώρακας, τὸν Σὸν Υἱὸν ἀναστάντα, ἧς χαρᾶς ἀξίωσον, λαὸν ὑμνοῦντά Σε.



ᾨδὴ η΄. Τὸν Βασιλέα.

Οὐρανωθέντες, χορὸς ἁπάντων Ἁγίων, ὑπὲρ κόσμου πρεσβεύετε ἀπαύστως, ἅμα συνευχέτῃ, Σιλουανῷ τῷ θείῳ.

Νίκην εὑρίσκει, ὁ ταπεινῶν ἕως τέλους, τὴν ὑψαύχενον διάθεσιν καρδίας, ἣν εὐχαῖς σου Πάτερ, εὕροιμεν ὑμνηταί σου.

Ὢ τῆς ἀφράστου, φιλανθρωπίας Δεσπότου, τοῦ παρέχοντος παράκλησιν τοῖς δούλοις, Χάριν Παρακλήτου, πρεσβείαις τῶν Ἁγίων.



Θεοτοκίον.

Πάλιν Παρθένε, προσπίπτοντά με προσδέχου, ἐξαιτούμενος Σὴν ἄμαχον πρεσβείαν, δι’ ἧς εὐελπίζω, τυχεῖν τῆς σωτηρίας.



ᾨδὴ θ΄. Κυρίως Θεοτόκον.

Ἀγάπης τὸ ταμεῖον, σὲ καθικετεύων, Σιλουανὲ παμμακάριστε Ὅσιε, διπλῆν μοι ταύτην παράσχου, ταῖς μεσιτείαις σου.

Τὴν φύσιν ὑπερῆρας, Πνεύματι Ἁγίῳ, καὶ ὑπὲρ φύσιν ὡς ἄγγελος ἔζησας, οὕτω βιοῦν ὑμνητάς σου, Πάτερ ἱκέτευε.

Εὐφραίνομαι τρισμάκαρ, βίον μελετῶν σου, καὶ τοῦ Κυρίου ὁρῶν μέγα ἔλεος, Σιλουανὲ ᾧ σωθῆναι, κἀμὲ ἀξίωσον.

Ῥημάτων ἀπορήσας, μίαν ἀνακράζω, φωνὴν ἱκέτιδα Πάτερ μακάριε, τὸν κόσμον ἅπαντα γνῶναι, Πνεύματι Κύριον.



Θεοτοκίον.

Αἰτοῦντί μοι τὸ φῶς Σου, τῷ ἐσκοτισμένῳ, Φωτοκυῆτορ ἀκτῖνα κατάπεμψον, καὶ Βασιλείας φωτός με, μέτοχον ποίησον.







Μεγαλυνάρια.

Ἄξιόν ἐστιν ὡς ἀληθῶς, μακαρίζειν Σε τὴν Θεοτόκον, τὴν ἀειμακάριστον καὶ παναμώμητον καὶ μητέρα τοῦ Θεοῦ ἡμῶν. Τὴν τιμιωτέραν τῶν Χερουβείμ καὶ ἐνδοξοτέραν ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφείμ, τὴν ἀδιαφθόρως Θεόν Λόγον τεκοῦσαν, τὴν ὄντως Θεοτόκον Σέ μεγαλύνομεν.

Τὸν τῆς μετανοίας καθηγητήν, καὶ φωτὸς ἀκτίστου, ἀπλανέστατον μυητήν, Πνεύματος Ἁγίου, διδάσκαλον καὶ οἶκον, Σιλουανὸν ἐν ὕμνοις, ἀνευφημήσωμεν.

Ἔσπειρας ἐν δάκρυσι δαψιλῶς, Πάτερ θεοφόρε· ὅθεν δράγματα νῦν κρατῶν, ἀρετῶν τῶν θείων, χορήγει τοῖς αἰτοῦσι, Σιλουανὲ θεόφρον, καρποὺς τῆς Χάριτος.

Πνεῦμα τὸ Πανάγιον σαῖς εὐχαῖς, ἐγκαίνισον Πάτερ, τοῖς τιμῶσί σε εὐλαβῶς, καὶ τὸν κόσμον πάντα, ἀξίωσον πλησθῆναι, τῆς γνώσεως Κυρίου, μακαριώτατε.

Πίστει προσκυνοῦντας Σιλουανέ, λειψάνων σου θήκην, χαρισμάτων ζωοποιῶν, πλήρωσον καὶ ζέσιν, ὑπάναψον ἀγάπης, ἵνα σε εὐγνωμόνως, πάντες δοξάζομεν.

Πᾶσαι τῶν Ἀγγέλων αἱ στρατιαί, Πρόδρομε Κυρίου, Ἀποστόλων ἡ δωδεκάς, οἱ Ἅγιοι Πάντες μετά τῆς Θεοτόκου, ποιήσατε πρεσβείαν εἰς τό σωθῆναι ἡμᾶς.

Τό Τρισάγιον καὶ τὰ Τροπάρια ταῦτα. Ἦχος πλ. β΄.


Δόξα σοί, ὁ Θεός ἠμῶν, δόξα σοί. Βασιλεῦ Οὐράνιε, Παράκλητε, τό Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, ὁ πανταχοῦ παρών καί τά πάντα πληρῶν, ὁ θησαυρός τῶν ἀγαθῶν καί ζωῆς χορηγός, ἐλθέ καί σκήνωσον ἐν ἠμίν καί καθάρισον ἠμᾶς ἀπό πάσης κηλίδος καί σῶσον, Ἀγαθέ τάς ψυχᾶς ἠμῶν.
Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος Ἰσχυρός, Ἅγιος Ἀθάνατος ἐλέησον ἠμᾶς.

Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος Ἰσχυρός, Ἅγιος Ἀθάνατος ἐλέησον ἠμᾶς.

Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος Ἰσχυρός, Ἅγιος Ἀθάνατος ἐλέησον ἠμᾶς.

Δόξα Πατρί καί Υἱῶ καί Ἁγίω Πνεύματι. Καί νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰώνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

 
Παναγία τριάς, ἐλέησον ἠμᾶς. Κύριε ἰλάσθητι ταῖς ἁμαρτίαις ἠμῶν. Δέσποτα, συγχώρισον τάς ἀνομίας ἠμίν. Ἅγιε, ἐπισκεψε καί ἴασαι τάς ἀσθενείας ἠμῶν, ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός σου. Κύριε ἐλέησον, Κύριε ἐλέησον, Κύριε ἐλέησον.

Δόξα Πατρί καί Υἱῶ καί Ἁγίω Πνεύματι. Καί νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰώνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.


Πάτερ ἠμῶν, ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς, ἁγιασθήτω τό ὄνομά Σου, ἐλθέτω ἡ βασιλεία Σου, γεννηθήτω τό θέλημά Σου ὡς ἐν οὐρανό καί ἐπί τῆς γής. Τόν ἄρτον ἠμῶν τόν ἐπιούσιον δός ἠμίν σήμερον, καί ἅφες ἠμίν τά ὀφειλήματα ἠμῶν, ὡς καί ἠμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἠμῶν, καί μή εἰσενέγκης ἠμᾶς εἰς πειρασμόν ἀλλά ρύσαι ἠμᾶς ἀπό τοῦ πονηροῦ.

λέησον ἡμᾶς, Κύριε, ἐλέησον ἡμᾶς, πάσης γὰρ ἀπολογίας ἀποροῦντες, ταύτην Σοι τὴν ἱκεσίαν, ὡς Δεσπότῃ, οἱ ἁμαρτωλοί προσφέρομεν, ἐλέησον ἡμᾶς.

Δόξα Πατρί καί Υἱῶ καί Ἁγίω Πνεύματι.


Κύριε ἐλέησον ἡμᾶς, ἐπί Σοὶ γὰρ πεποίθαμεν. Μή ὀργισθῆς ἡμῖν σφόδρα, μηδέ μνησθῆς τῶν ἀνομιῶν ἡμῶν. Ἀλλ’ ἐπίβλεψον καὶ νῦν ὡς εὔσπλαχνος καὶ λύτρωσαι ἡμᾶς ἐκ τῶν ἐχθρῶν ἡμῶν. Σὺ γὰρ εἶ Θεός ἡμῶν καὶ ἡμεῖς λαός Σου, πάντες ἔργα χειρῶν Σου καὶ τὸ ὄνομά Σου ἐπικεκλήμεθα.

Καί νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰώνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.




Τῆς εὐσπλαγχνίας τὴν πύλην ἄνοιξον ἡμῖν, εὐλογημένη Θεοτόκε, ἐλπίζοντες εἰς Σέ μή ἀστοχήσομεν, ῥυσθείημεν διά Σοῦ τῶν περιστάσεων, Σὺ γὰρ ἡ σωτηρία τοῦ γένους τῶν Χριστιανῶν.



Εἶτα ὁ Ἱερεύς, τὴν Ἐκτενῆ Δέησιν, ἡμῶν ψαλλόντων τό λιτανευτικόν· Κύριε ἐλέησον. Ὑπὸ τοῦ Ἱερέως Ἀπόλυσις. Καὶ τῶν Χριστιανῶν ἀσπαζομένων τὴν Εἰκόνα καὶ χριομένων δι’ ἁγίου ἐλαίου, ψάλλονται τὰ παρόντα Τροπάρια: Ἦχος β’. Ὅτε ἐκ τοῦ ξύλου.

Δός μοι, τὴν τοῦ Πνεύματος χαράν, δός μοι τῆς ἀγάπης ὦ Πάτερ, τὴν τελειότητα, δὸς τὴν ἐπιπόθησιν, τοῦ γλυκυτάτου Χριστοῦ, ἀρετῶν τὴν πληρότητα, ταπείνωσιν θείαν, ἵνα πνευματέμφορος, ὅλως δοξάζω σε, Ὄρους τοῦ Ἁγίου ἡ δόξα, καὶ τῆς Ἐκκλησίας τὸ στόμα, ὦ Σιλουανὲ θεομακάριστε.



Δέσποινα πρόσδεξαι τὰς δεήσεις τῶν δούλων Σου, καὶ λύτρωσαι ἡμᾶς, ἀπὸ πάσης ἀνάγκης καὶ θλίψεως.



Τὴν πᾶσαν ἐλπίδα μου εἰς Σὲ ἀνατίθημι, Μῆτερ τοῦ Θεοῦ, φύλαξόν με ὑπὸ τὴν σκέπην Σου.



Δι’ εὐχῶν τῶν Ἁγίων Πατέρων ἡμῶν, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ὁ Θεός, ἐλέησον καὶ σῶσον ἡμᾶς, Ἀμήν.