Tuesday, November 3, 2015

Το συλλείτουργο με τους λατινόφρονες στην Ι.Μ. Μεγίστης Λαύρας – Τα φοβερά γεγονότα που ακολούθησαν και οι συνέπειες των μοναχών που συμμετείχαν.


              
Είναι γνωστή η ιστορία του Λατινόφρονος Αυτοκράτορος Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγου και του Πατριάρχου Ιωάννου Βέκκου (1260-1282).

Αυτοί για να αποκτήσουν υλικά αγαθά και για να συνάψουν «συμμαχίες» με τα Λατινικά Κράτη της Δύσεως «παρέδωσαν» την Ορθοδοξία, «αντί πινακίου φακής», στον αντίχριστο Πάπα της Ρώμης, κατά τον Άγιον Κοσμά τον Αιτωλόν!
Είναι επίσης γνωστοί οι τότε σκληροί διωγμοί κατά των πιστών τηρητών της Ορθοδοξίας, ιδιαιτέρως εναντίον των τότε Αγιορειτών Πατέρων, εκ των οποίων πολλοί εξ΄αυτών ανεδείχθηκαν Οσιομάρτυρες και Ομολογητές.

Επίσης, όσοι τόλμησαν να συλλειτουργήσουν στο Άγιον Όρος μετά του Λατινόφρονος Βέκκου, η θεία δίκη δεν τους άφησε ατιμώρητους.
Ἀπό τόν Μέγα Συναξαριστή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τῆς 4ης Ἰανουαρίου (Ἀθῆναι 1978, ἔκδοσις ἕκτη) διαβάζουμε κατά λέξιν τά ἑξῆς:

«Οὗτοι οἱ λατινόφρονες ἐλθόντες εἰς τήν Λαύραν ἐγένοντο διά τόν φόβον τῆς καταδίκης τοῦ θανάτου δεκτοί ὑπό τινων Μοναχῶν αὐτῆς, εἰς τούς ὁποίους καί ἔδωσαν πολλά ἱερά σκεύη, δηλαδή Ἅγια Ποτήρια, Εὐαγγέλια, θυμιατήρια καί λοιπά, ἅτινα ἐξ ἄλλων ἱερῶν Μονῶν ὡς λησταί ἐσύλησαν. Ἐκεῖνοι δέ οἵτινες συνεκοινώνησαν μετά τῶν ἀνωτέρω λατινοφρόνων μετά θάνατον ἔμειναν τυμπανιαῖοι καί τά ἄθλια αὐτῶν σώματα, μαῦρα ὄντα καί ἀποπνέοντα ὀσμήν δυσώδη, δέν ἐτάφησαν ἐν τῶ κοινῶ κοιμητηρίῳ, ἀλλ᾿ ἐκτός αὐτοῦ εἰς ἕν ὑπόγειον σπήλαιον τό ὁποῖον περιέφραξαν, ὡς ἀλλότρια καί ξένα τῆς Ἁγίας Ἀνατολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί τῶν ὀρθῶν δογμάτων αὐτῆς».

Σύμφωνα μέ χειρόγραφο τοῦ μακαριστοῦ μοναχοῦ Λαζάρου Διονυσιάτου (+1974) πού ὑπάρχει στήν Μονή Διονυσίου στήν Λαύρα συλλειτούργησαν ἱερομόναχοι καί διάκονοι μέ τούς Λατίνους κληρικούς, συνολικά ἑπτά ἄτομα.

Μετά τήν κοίμησί τους τά πτώματά τους παρέμειναν τυμπανιαῖα. Τό 1937, σύμφωνα μέ τό μνημονευθέν χειρόγραφο, συνέβη τό ἑξῆς περιστατικό: Τά πτώματα τῶν τυμπανιαίων πατέρων τά εἶχαν τοποθετήσει στόν νάρθηκα τοῦ κοιμητηρίου τῆς Μονῆς, σέ κοινή θέα πρός διδασκαλία καί σωφρονισμό τῶν ἀπογόνων τους. Ἕνα βράδυ μία ὁμάδα ἐργατῶν, τήν ὥρα πού ἔτρωγαν καί ἀστειεύοντο εἶπε ἕνας στούς ἄλλους: «Ὅποιος θά μπορέση νά πάη αὐτή τήν νύκτα στά ἀφωρισμένα πτώματα, χωρίς νά φοβηθῆ, θά πάρη αὐτό τό στοίχημα. Καί κανόνισαν τί χρηματικό ποσό θά πάρη. Σηκώθηκε ἕνας καί εἶπε ὅτι δέν φοβᾶται καί θά πάη νά σταθῆ δίπλα στά πτώματα. Ἐπῆγε λοιπόν ἐκείνη τήν νύκτα, ἀλλά ἀπό τόν φόβο του ἔπαθε συγκοπή καρδίας καί ἀπέθανε.

Τό θλιβερό αὐτό γεγονός εἶχε σάν ἀποτέλεσμα ἡ Σύναξις τῆς Μονῆς νά μεταφέρη τά πτώματα σ᾿ ἕνα ἀπόκρημνο παραθαλάσσιο σπήλαιο μεταξύ Λαύρας καί Ρουμανικῆς Σκήτης καί ἀφοῦ τά τοποθέτησε ἐκεῖ, ἔδωσε διαταγή καί κτίσθηκε τό στόμιο τοῦ σπηλαίου.

Ἔκτοτε ἀπό τότε τείνει νά ξεχασθῆ αὐτό τό περιστατικό. Εὐτυχῶς πού τό διέσωσε ὁ μακαριστός π. Λάζαρος Διονυσιάτης, ὁ ὁποῖος, ὅσο ζοῦσε, συγκέντρωνε διάφορα περιστατικά ἀπό τήν ζωή τῶν Μονῶν καί τῶν Πατέρων τοῦ Ἁγίου Ὄρους καί ἄφησε στήν Μονή του τέσσερα μεγάλα χειρόγραφα βιβλία.

Ἀπό τό βιβλίο «Ὀρθοδοξία καί Παπισμός» τῆς κ. Οὐρανίας Λαμπάκη, ἔκδοσις 1964, σελ.154-157 διαβάζουμε: «Ἄς ἴδωμεν καί εἰς τήν Μεγίστην Λαύραν, ὅπου τούς ὑπεδέχθησαν μετά κωδωνοκρουσιῶν. Καί ἐκεῖ βλέπομεν ὅτι ἐπηκολούθησαν φοβερώτερα, φρίκης καί τρόμου γέμοντα, καθώς ἡ ἀψευδής παράδοσις διέσωσεν…

Ὁ μέν ἱεροδιάκονος Λαυριώτης, ὁ συλλειτουργήσας ἐν τῆ θείᾳ Λειτουργίᾳ, ὑπό θεηλάτου ὀργῆς καταληφθείς, τό ζῆν ἐξεμέτρησεν, ἀναλύσας ὡς κηρός φλεγόμενος ὑπό πυρός, οἱ δέ συλλειτουργήσαντες ἱερομόναχοι ἑπτά (κατ᾿ ἄλλους 11) μετά θάνατον εὑρέθησαν ἄλυτοι, τυμπανιαῖοι, τῶν ὁποίων τά λείψανα μέχρι τέλους τοῦ 19ου αἰῶνος εἶχον εἰς τόν νάρθηκα τοῦ κοιμητηρίου… εἰς κοινήν θέαν…, πρός διδασκαλίαν καί σωφρονισμόν τῶν ἐπιγενομένων…».

Ἐν συνεχείᾳ ἐξιστορεῖται ὅτι, «λόγῳ ἐπισυμβάντων θλιβερῶν γεγονότων ἐκ τῆς ἀπαισίας θέας τῶν ἀλύτων τούτων λειψάνων οἱ μοναχοί τά μετέφερον εἰς ἕν σπήλαιον δυσανάβατον καί ἀπόκρημνον εἰς τά παράλια τῆς Ρουμανικῆς Σκήτης, ἀλλ᾿ἐπειδή καί ἐκεῖ οἱ περίεργοι μετέβαινον, ἐνέφραξαν ἐσχάτως διά κτιστῶν λίθων τήν θύραν τοῦ σπηλαίου, καί οὕτως ἔγινε τοῦτο ἀγηνώριστον…».

Μία ἄλλη παρόμοια προφορική μαρτυρία ἔχουμε ἀπό τούς παλαιούς Πατέρες τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Ὁσίου Γρηγορίου. Συγκεκριμένα ὁ μοναχός Ἡσύχιος, ὁ ὁποῖος εἶχε ἔλθει νά μονάση στήν Μονή μας τό 1924 μᾶς ἔλεγε: «Ἔχουν περάσει ἀπό τήν Μονή μας μοναχοί καί λαϊκοί καί εἶδαν τά πτώματα τῶν ἀφωρισμένων. Ἤθελα κι ἐγώ νά πάω στήν Λαύρα νά τά ἰδῶ, ἀλλά μετά ἀπό λίγα χρόνια ἔμαθα ὅτι τά ἐξαφάνισαν. Δέν ξέρουμε πού τά ἔβαλαν». από το βιβλίο: «Περιστατικά για την αλήθεια της ορθοδόξου πίστεως μας και την πλάνη της παπικής εκκλησίας»

 (Ι.Μ. Γρηγορίου, Άγιον Όρος).

Παραλίγο βασίλισσα!... ...Και τελικά αγία και θαυματουργή!


             
Παραλίγο βασίλισσα!... Και τελικά αγία και θαυματουργή!
Ειρήνη Χρυσοβαλάντου, η δασκάλα του πνευματικού αγώνα & αγαπημένη αγία του λαού μας.

Η Ειρήνη υπήρξε Ηγουμένη της μονής Χρυσοβαλάντου κατά το δεύτερο μισό του 9ου και τις αρχές του 10ου αιώνα. Είχε αποκτήσει πολύ μεγάλη φήμη για τις αρετές της και τιμάται ως οσία από την Ορθόδοξη Εκκλησία.

Γέννηση και καταγωγή

Στα μέσα του 9ου αιώνα μ.Χ., όταν αυτοκράτορας του Βυζαντίου ήταν ο εικονομάχος Θεόφιλος και σύζυγός του η εικονολάτρισσα Θεοδώρα ["Νεκρός": εδώ κάνω ένα σχόλιο: εικονόφιλοι είμαστε όχι "εικονολάτρες"], όταν η περίοδος της Εικονομαχίας, που για περισσότερο από 100 χρόνια ταλάνισε την αυτοκρατορία, βρισκόταν στην τελευταία φάση της, στην Καππαδοκία της Μικράς Ασίας, γεννήθηκε και έζησε την πρώτη της νεότητα η οσία Ειρήνη η Χρυσοβαλάντου. Πατέρας της οσίας ήταν ο πατρίκιος Φιλάρετος ο Καππαδόκης. Ήταν από την Καισαρεία της Καππαδοκίας, ευνοούμενος του αυτοκράτορα Θεόφιλου και έμπιστος της συζύγου του Θεοδώρας.

Ήταν ο στρατιωτικός διοικητής του εξαιρετικής σημασίας θέματος της Καππαδοκίας. Μητέρα της η πατρικία Ζωή, γυναίκα όμορφη και σεβαστή σε όλη την Καισαρεία για τον ενάρετο βίο της. Το ανδρόγυνο είχε αποκτήσει δυο κόρες, την Καλλινίκη και την Ειρήνη. Η Καλλινίκη γεννήθηκε το 825 μ.Χ. Οφείλει το όμορφο όνομά της στις θριαμβευτικές νίκες που πέτυχε ο πατέρας της εναντίον των Σαρακηνών τη χρονιά που γεννήθηκε. Τρία χρόνια αργότερα, το 828, γεννήθηκε η Ειρήνη. Ο Φιλάρετος όμως έχασε τη γυναίκα του, όταν εκείνη ήταν ακόμη πολύ νέα. Έτσι, η ανατροφή των δύο κορών τους ανατέθηκε στην πατρικία Σοφία, τη μεγαλύτερη αδερφή του στρατηγού.
Η Ειρήνη υποψήφια σύζυγος του αυτοκράτορα

Την άνοιξη του 839 μ.Χ., ο Φιλάρετος φιλοξένησε στο ανάκτορό του το νεαρό καίσαρα Βάρδα, αδερφό της Αυγούστας Θεοδώρας, ο οποίος είχε μεταβεί στην Καισαρεία για κρατική υπόθεση, απεσταλμένος του αυτοκράτορα Θεόφιλου. Εκεί γνώρισε τη δεκατετράχρονη Καλλινίκη, γοητεύτηκε από την καλλονή της και τη ζήτησε σε γάμο. Λίγους μήνες αργότερα, ολόκληρη η Καππαδοκία παρέστη στους υπέρλαμπρους γάμους της Καλλινίκης και του Βάρδα, όπου ο ίδιος ο αυτοκράτορας Θεόφιλος συμμετείχε ως παραγαμπρός του γυναικαδερφού του.

Το χειμώνα του 843, η αυτοκράτειρα Θεοδώρα, χήρα πια και επίτροπος του γιου της Μιχαήλ Γ΄, κάλεσε τον πατρίκιο Φιλάρετο στην Κωνσταντινούπολη. Είχε αποφασίσει να θέσει οριστικό τέλος στην Εικονομαχία και γι’ αυτό το εγχείρημα χρειαζόταν τη βοήθεια και του στρατού και των ιερέων. Εμπιστεύτηκε λοιπόν το Φιλάρετο και τον Ομολογητή Μάξιμο (μετέπειτα Πατριάρχη).

Όταν επιτεύχθηκε ο σκοπός της και οι ιερές εικόνες αναστηλώθηκαν (19 Φεβρουαρίου 843 μ.Χ.), ζήτησε από το Φιλάρετο να φέρει στην Κωνσταντινούπολη την όμορφη θυγατέρα του, προκειμένου να την παντρέψει με το γιο της Μιχαήλ. Έψαχνε κατάλληλη νύφη, η οποία θα συνέτιζε το νεαρό αυτοκράτορα από τα ξέφρενα γλέντια και θεωρούσε ότι η φημισμένη για την ενάρετη ζωή της καλλονή θα εξυπηρετούσε το σκοπό της. Ο Φιλάρετος μήνυσε αμέσως στην αδερφή του να στείλει την Ειρήνη, που τότε ήταν 15 χρονών, στη Βασιλεύουσα με τη συνοδεία του πατρικίου στρατηγού Νικηφόρου, αδερφού της μακαρίτισσας συζύγου του. Τα νέα ότι η Ειρήνη θα παντρευόταν τον αυτοκράτορα και θα φορούσε το στέμμα της αυτοκρατορίας διαδόθηκαν σαν αστραπή σε όλη την Καππαδοκία.

Η μόνη που έμεινε παγερά αδιάφορη σε όλη αυτήν την αναστάτωση ήταν και η άμεσα ενδιαφερόμενη: η Ειρήνη. Από πολύ νωρίς είχε ποθήσει το μοναχικό βίο και οι λόγοι που δέχτηκε με χαρά αυτό το ταξίδι προς τη Βασιλεύουσα απείχαν πολύ από αυτό που όλοι νόμιζαν: Ταξίδευε στην Πόλη για να αποχαιρετήσει την πολυαγαπημένη της αδερφή, την οποία δεν είχε ξαναδεί από την ημέρα των λαμπρών γάμων της (είχαν περάσει τέσσερα χρόνια από τότε) και για να αποσπάσει την ευχή του πατέρα της, ώστε να αποσυρθεί στη μονή που τόσο διακαώς ποθούσε.

Η Ειρήνη και οι συνοδοί της έφτασαν στην Κωνσταντινούπολη ένα ανοιξιάτικο πρωινό, για να πληροφορηθούν εκεί ότι μόλις πριν λίγες μέρες είχαν τελεστεί οι γάμοι του αυτοκράτορα με την Ευδοκία τη Δεκαπολίτισσα. Ο πατέρας της, η αδερφή της, ο θείος της με δυσκολία έκρυβαν την απογοήτευσή τους. Η Ειρήνη αντίθετα αισθανόταν αγαλλίαση για την τροπή των γεγονότων και περίμενε την κατάλληλη ευκαιρία να μιλήσει του πατέρα της και να πάρει την ευχή του, καθώς δεν ήθελε να τον λυπήσει με κρυφή της αναχώρηση.

Η ευκαιρία δεν άργησε να παρουσιαστεί. Ο Φιλάρετος γνώρισε σε μια αποστολή του στην Αδριανούπολη το γιο του Έπαρχου της πόλης Νικήτα, πατρίκιο Φωτεινό. Ο Φιλάρετος θεώρησε ότι ήταν ο πιο κατάλληλος για να ευτυχίσει στο πλευρό του η Ειρήνη και αμέσως μίλησε στον πατέρα του νέου. Οι δύο πατεράδες έδωσαν λόγο να αρραβωνιάσουν τα παιδιά τους. Η Ειρήνη όμως, όταν ο πατέρας της ανακοίνωσε τους προαποφασισμένους αρραβώνες της, τον πληροφόρησε για την αμετάκλητη απόφασή της να λάβει το μοναχικό σχήμα. Ακολούθησε έντονη συναισθηματική σύγκρουση πατέρα και κόρης, έπειτα από την οποία η ευαίσθητη Ειρήνη ασθένησε σοβαρά και κινδύνεψε ακόμη και η ζωή της. Όταν η υγεία της αποκαταστάθηκε, ο πατρίκιος Φιλάρετος, συνειδητοποιώντας ότι η Ειρήνη είχε λάβει μια απόφαση ζωής, την οδήγησε ο ίδιος στη γυναικεία κοινοβιακή μονή των Παμμεγίστων Ταξιαρχών Μιχαήλ & Γαβριήλ του Χρυσοβαλάντου, η οποία βρισκόταν στα περίχωρα της Κωνσταντινούπολης.

                  
Η αγία Ειρήνη, μοναχή πια, προσεύχεται αιωρούμενη και λυγίζουν τα κυπαρίσσια

Μοναχή και Ηγουμένη της μονής Χρυσοβαλάντου

Στη μονή αυτή, σε ηλικία περίπου 15 ετών, η Ειρήνη εκάρη μοναχή και έξι χρόνια αργότερα Ηγουμένη της μονής Χρυσοβαλάντου. Οι συναξαριστές αναφέρουν πολλά θαύματα τα οποία επιτέλεσε η Ειρήνη ως Ηγουμένη, τρία όμως από αυτά θεωρήθηκαν ιδιαίτερα σημαντικά, ώστε επηρέασαν άμεσα την ορθόδοξη αγιογραφία.

Ο άγγελος-οδηγός

Η Ειρήνη έδινε πολλή μεγάλη σημασία στην εξομολόγηση. Κάθε πρωί προσκαλούσε τις αδελφές στον ιερό ναό των Αρχαγγέλων και τις εξομολογούσε, ενώ πολλές φορές πήγαιναν και λαϊκοί να την επισκεφθούν και να ζητήσουν την καθοδήγησή της. Η Ειρήνη ζήτησε στην προσευχή της το διορατικό χάρισμα, για να γνωρίζει τι κρύβει ο εξομολογούμενος στην καρδιά του.

Ένα πρωί λοιπόν, όταν η Ειρήνη έμπαινε στο ναό για να προσκυνήσει και να αρχίσει το ποιμαντικό έργο της, βλέπει μπροστά της έναν άγγελο και τον ακούει να της απευθύνει τον εξής χαιρετισμό:

«Χαίρε δούλη του Υψίστου, Ειρήνη. Εκείνος μ’ έστειλε να σε διακονώ χάρις εκείνων που μέλλουν δια μέσου εσού να σωθούν. Έχω διαταγή, σύμφωνα με την αίτησή σου, να βρίσκομαι πάντα πλησίον σου και να σου αποκαλύπτω τα μυστικά που κρύβουν οι ανθρώπινες καρδιές».

Από εκείνη τη στιγμή ο άγγελος ήταν πάντα πλάι της και της φανέρωνε μύχιες σκέψεις των ανθρώπων που κατέφευγαν στη συμβουλή της. Μάλιστα, με τόση λεπτότητα διόρθωνε τα σφάλματα και συμβούλευε, που όλοι, μοναχές και λαϊκοί, από όλες τις κοινωνικές τάξεις της Πόλης, την αποζητούσαν συνεχώς, ώστε να διδαχθούν και να διορθωθούν. Για τον Άγγελο τούτο που την καθοδηγούσε (σύμφωνα με μαρτυρίες του τότε, και τους βιογράφους της), λέγεται ότι είναι ο Άρχων Φιλάρετος, ένας Αρχάγγελος από τις τάξεις των Σεραφείμ ["Νεκρός": προσοχή μ' αυτά, γιατί εύκολα μπορεί κάποιος να πλανηθεί σε θέματα με αγγέλους].



Τα λυγισμένα κυπαρίσσια και η αιώρηση της αγίας


Το δεύτερο θαύμα, η συναξαριστική παράδοση μας το μεταφέρει ως εξής: Τις έναστρες νύχτες, η οσία Ειρήνη στεκόταν έξω από το κελί της και προσευχόταν. Μία από τις βραδιές αυτές, κάποια αδελφή αγρυπνούσε έξω από το κελί της και είδε το εξής παράδοξο: Τα δύο πανύψηλα κυπαρίσσια, τα οποία ορθώνονταν αριστερά και δεξιά στην είσοδο του Καθολικού, λύγιζαν μπροστά στην προσευχόμενη αγία σαν να την προσκυνούσαν και η ίδια η Ειρήνη δεν πάταγε στη γη αλλά αιωρούνταν περίπου ένα μέτρο πάνω από το έδαφος. Όταν η οσία ολοκλήρωσε την προσευχή της, σταύρωσε τα δυο κυπαρίσσια και εκείνα επανήλθαν στη φυσιολογική τους θέση.

Η μοναχή κατάπληκτη, με ανάμειχτα συναισθήματα φόβου και θαυμασμού, συγκρατήθηκε και δεν είπε τίποτα στην υπόλοιπη αδελφότητα. Το επόμενο βράδυ παραφύλαξε πάλι έξω από το κελί της και το ίδιο παράδοξο γεγονός επαναλήφθηκε˙ και ξανά το ίδιο, το τρίτο κατά σειρά βράδυ. Την επόμενη νύχτα, η μοναχή, χωρίς να την αντιληφθεί η Ηγουμένη της, έτρεξε στα λυγισμένα κυπαρίσσια, έδεσε από ένα λευκό μαντήλι στις κορυφές τους και επέστρεψε στο κελί της.

Το επόμενο πρωί, η ήρεμη ατμόσφαιρα του κοινοβίου αναστατώθηκε, όταν οι μοναχές είδαν τα δεμένα μαντήλια και κατάπληκτες ρωτούσαν η μια την άλλη ποιος ήταν αυτός που έδεσε τόσο ψηλά δέντρα, για ποιο λόγο το έπραξε και προπάντων με ποιο τρόπο. Η αδελφή που υπήρξε μάρτυρας στα θαυμάσια αυτά περιστατικά αποκάλυψε όλη την αλήθεια και τότε όλες έκλαιγαν από χαρά και συγκίνηση και παραπονιόντουσαν γιατί δεν τις ξύπνησε να δουν και εκείνες το θαύμα της Ηγουμένης τους.

Πάνω στην ώρα κατέφθασε και η Ειρήνη. Όταν κατάλαβε τι συνέβη και πώς μαθεύτηκε ένα μυστικό που εκείνη κρατούσε επτασφράγιστο για χρόνια ολόκληρα, επέπληξε αυστηρά την αδελφή που το μαρτύρησε με τα παρακάτω λόγια: «Αν με έβλεπες να αμαρτάνω σαν άνθρωπος, θα εφανέρωνες την αμαρτία μου»; Έθεσε λοιπόν βαρύ επιτίμιο για όποια τολμούσε να φανερώσει οτιδήποτε παράδοξο έβλεπε, όσο ήταν η ίδια εν ζωή. Έτσι, πολλά από τα θαύματα της αγίας εξαφανίστηκαν στη σιωπή της συνοδείας της.

                           

Τα θεόσταλτα μήλα

Κάποια χρονιά, ξημερώνοντας η γιορτή του μεγάλου Βασιλείου και μετά την τέλεση του εσπερινού, η αγία ξαγρυπνούσε προσευχόμενη. Πλησίαζε η ώρα του όρθρου και τότε η Ειρήνη ακούει κάποια φωνή να της λέει: «Υποδέξου το ναυτικό που σου φέρνει τα εσπεριδοειδή και φάε να ευφρανθεί η ψυχή σου». Μετά το πέρας της θείας λειτουργίας, η αγία λέει στην πορτάρισσα να ανοίξει την πόρτα της μονής και να οδηγήσει τον άνθρωπο που περιμένει εκεί στον ξενώνα, όπου θα πήγαινε και η ίδια να τον συναντήσει.

Πράγματι, η οσία Ειρήνη του Χρυσοβαλάντου συνάντησε τον άνθρωπο και τον ακούει να της εξιστορεί την εξής θαυμάσια ιστορία: Ήταν ναυτικός, πλοιοκτήτης ενός καραβιού, από την Πάτμο. Απέπλευσε με το πλοίο του από το βόρειο τμήμα του νησιού για την Πόλη και βρισκόταν λίγα μέτρα από τη στεριά, όταν βλέπει εκείνος και οι ναύτες κάποιον σεβάσμιο γέροντα να τους φωνάζει να σταματήσουν. Αυτό όμως ήταν αδύνατο, καθώς ο ισχυρός άνεμος έσπρωχνε το πλοίο στο ανοιχτό πέλαγος. Τότε ο γέροντας φωνάζει με όλη τη δύναμή του και προστάζει το πλοίο να σταματήσει. Το καράβι ακινητοποιείται και ο ίδιος αρχίζει να βαδίζει πάνω στα ύδατα.

Μπροστά στους κατάπληκτους ναύτες, επιβιβάζεται στο πλοίο και δίνει στον καπετάνιο τρία μήλα και του λέει: «Όταν πας στη Βασιλεύουσα, δώσε τα στον Πατριάρχη και πες του πως του τα στέλνει ο Πανάγαθος Θεός με τον δούλο Του Ιωάννη, από τον Παράδεισο». Έπειτα δίνει στο ναύκληρο άλλα τρία μήλα προσθέτοντας: «Αυτά να τα πας της Ειρήνης, της Ηγουμένης του Χρυσοβαλάντου και να της πεις: φάγε από τους καρπούς του Παραδείσου που η αγνή ψυχή σου επεθύμησε». Λέγοντας αυτά, ο γέροντας ευλόγησε το πλήρωμα και το πλοίο ξεκίνησε και πάλι το ταξίδι του, ενώ ο ίδιος εξαφανίστηκε.


Ολοκληρώνοντας τη διήγησή του, ο ναυτικός προσκύνησε την Ειρήνη και της πρόσφερε τα μήλα. Η αγία τα δέχτηκε με δάκρυα ευλάβειας και ευγνωμοσύνης ευχαριστώντας τον άγιο ευαγγελιστή και απόστολο Ιωάννη. Στο κελί της γονάτισε και ευχαρίστησε τον Χριστό για αυτό το δείγμα της εύνοιάς Του προς τη δούλη Του.


Η αγία Ειρήνη, με την έμφυτη ευφυΐα της και τη χάρη του αγίου Πνεύματος, εννόησε ότι το θείο αυτό δώρο ήταν ουράνια πρόσκληση. Όταν έφτασε η μεγάλη Τεσσαρακοστή, έκοψε το ένα μήλο σε λεπτά κομματάκια και έτρωγε ένα κομμάτι κάθε μέρα, απέχοντας από οποιαδήποτε άλλη τροφή, ακόμη και από το νερό.

Τη Μεγάλη Πέμπτη, ύστερα από τη θεία λειτουργία και αφού όλες οι μοναχές κοινώνησαν των Αχράντων Μυστηρίων, η Ειρήνη έκοψε και το δεύτερο μήλο και έδωσε σε κάθε αδελφή από ένα κομμάτι. Τότε τους αποκάλυψε και την ιστορία του θείου δώρου. Το τρίτο μήλο η Ειρήνη το φύλαξε για τις τελευταίες μέρες της επίγειας ζωής της.

Τη Μεγάλη Παρασκευή, οι αδελφές έψαλλαν τα άγια Πάθη [μάλλον εννοεί τα 12 Ευαγγέλια, που σήμερα λέγονται Μ. Πέμπτη βράδυ] και η Ειρήνη, μόνη της μέσα στο ιερό βήμα, γονατισμένη, είχε παραδοθεί σε προσευχή. Δίπλα της βρισκόταν μόνο ο άγγελος-οδηγός της, που τόσες φορές την είχε διακονήσει: «Γίνου έτοιμη» της είπε απλά και εκείνη κατάλαβε ότι πλησίαζε η ώρα να εγκαταλείψει τα επίγεια.




Η οσιακή της κοίμηση

Το σύντομο διάστημα από το ουράνιο αυτό μήνυμα μέχρι και την οσιακή της κοίμηση, η αγία προετοίμαζε την ακολουθία της για το μεγάλο γεγονός. Στον ιερό ναό τον Αρχαγγέλων τις δίδασκε για το μυστήριο του θανάτου, τη μελλοντική κρίση και την αιωνιότητα. Ο θάνατος είναι δύσκολο για κάθε ανθρώπινο πλάσμα και όσο πλησίαζε η ώρα, τόσο η ψυχή της αγίας ένιωθε την επιθανάτια αγωνία.


Τακτοποίησε τις υποθέσεις του μοναστηριού και υπέδειξε την άξια διάδοχό της. Μια εβδομάδα πριν τη μεγάλη ημέρα, νήστεψε τρώγοντας μόνο από το παραδεισένιο μήλο και καθημερινά κοινωνούσε των Αχράντων Μυστηρίων. Ξημέρωσε τέλος η Κυριακή, όπου για τελευταία φορά η Ειρήνη παρακολούθησε τη θεία λειτουργία, απάγγειλε το σύμβολο της πίστης (το πιστεύω), κοινώνησε, αγκάλιασε τις αδελφές και τους ζήτησε συγγνώμη και τέλος γονάτισε μπροστά στην Ωραία Πύλη, ύψωσε τα χέρια της και προσευχήθηκε για τελευταία φορά με αυτά τα λόγια:

«Δέσποτα, Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού του Ζώντος. Συ ο Ποιμήν ο Καλός που με το Πανάγιο και Πολύτιμο Αίμα Σου μας ελύτρωσες από τα δεσμά της αμαρτίας, άκουσε την τελυταία δέησι της ταπεινής Σου δούλης. Στην κραταιά Σου χείρα παραδίδω σήμερα το μικρό τούτο ποίμνιο. Σκέπασε το με τη θεία σκέπη Σου και διαφύλαξέ το από τις επιθέσεις του αοράτου εχθρού. Διότι Συ είσαι ο αγιασμός μας και η απολύτρωσις και Σε θα δοξάζουμε αιωνίως. Αμήν».

Στη συνέχεια, σιωπηλά και ήρεμα, αποσύρθηκε στο κελί της και πλάγιασε στην ασκητική της κλίνη. Οι μοναχές της, με ευλαβική σιωπή, την περικύκλωσαν και την έβλεπαν να χαμογελά. Με αυτό το ουράνιο χαμόγελο, το οποίο αποδείκνυε την απόλυτη μακαριότητα και γαλήνη της ψυχής της, παρέδωσε το πνεύμα της η οσία Ειρήνη, Ηγουμένη της μονής Χρυσοβαλάντου, σε ηλικία 104 χρόνων.

Η οσιακή της κοίμηση διαδώθηκε σε όλη τη Βασιλεύουσα αστραπιαία και χιλιάδες κόσμου συνέρευσαν στο μοναστήρι, για να προλάβουν να προσκυνήσουν το ιερό σκήνωμα της πνευματικής τους μητέρας. Επικεφαλής ήταν ο πατριάρχης, ο οποίος με το πλήθος του λαού από όλες τις κοινωνικές τάξεις και των αρχιερέων και λοιπών κληρικών συνόδευσαν τη μακαριστή Ηγουμένη στην τελευταία της κατοικία, στο παρεκκλήσι του μεγαλομάρτυρος αγίου Θεοδώρου.


Η οσία Ειρήνη στην αγιογραφία

Στην ορθόδοξη αγιογραφία, η αγία απεικονίζεται με το ένδυμα της ηγουμένης, να κρατάει στο δεξί χέρι της τα τρία θεόσταλτα μήλα. Ο άγγελος, ο οποίος την βοηθούσε στο δύσκολο έργο της σωτηρίας των ψυχών, στέκεται μπροστά της κρατώντας ειλητάριο με τμήμα του χαιρετισμού που της απηύθυνε («Χαίρε δούλη του Υψίστου, Ειρήνη…»). Ειλητάριο κρατεί και η αγία στο αριστερό της χέρι, το οποίο αναγράφει παραινέσεις της οσίας (συνήθως, διαβάζεται η φράση: «Φως μοναχών, άγγελοι˙ φως κοσμικών, μοναχοί…»). Δίπλα στην αγία, αγιογραφείται το κυπαρίσσι που λύγιζε, όταν εκείνη προσευχόταν με δεμένο το λευκό πανί στην κορυφή του, ενώ στο βάθος φαίνεται η μονή του Χρυσοβαλάντου. Συχνά, σε μια από τις θύρες της μονής, απεικονίζεται η καλόγρια που είδε την αγία να αιωρείται προσευχόμενη.

Η Ορθόδοξη Εκκλησία γιορτάζει τη μνήμη της οσίας Ειρήνης, της ηγουμένης της μονής Χρυσοβαλάντου, στις 28 Ιουλίου.



Η θαυματουργική εικόνα της Αγίας Ειρήνης Χρυσοβαλάντου
στην Αστόρια της Νέας Υόρκης


http://www.paterikiorthodoxia.com/2013/07/blog-post_28.html?m=1#.VjjWuberTIV

Ό βλάσφημος ψαράς


Πίσω Λιβάδι της Πάρου, προπαραμονή Δεκα¬πενταύγουστου 1931, βρίσκονταν τρεις ομάδες ψαράδων, πού ψάρευαν τίς νύχτες με τα γρι-γρι στο στενό μεταξύ Πάρου καί Νάξου.

Εκείνη τη νύχτα ή μία ομάδα έμεινε στο μικρό λιμάνι. Οι ψαράδες το έριξαν στο πιοτό, το πιοτό έφερε το κέφι, κι εκείνο παρεξηγήσεις καί βαρείες κουβέντες.

Ούτε την Παναγία δεν σεβάστηκαν οι βλάσφημοι. Του κάκου προσπαθούσαν ό λιμενοφύλακας καί ό μαγαζάτορας του μικρού λιμανιού να τους συγκρατήσουν.

Απότομα ό ουρανός βάρυνε. Ή θάλασσα άρχισε να μουγκρίζει. Σέ μισή ώρα το κύμα σηκώθηκε βουνό, παρασύροντας το ψαροκάικο καί τίς βάρκες με τίς λάμπες, μέχρι πού τίς πέταξε σπασμένες στη στεριά. Κατόπιν ή θάλασσα γαλήνεψε, κι ένα καΐκι από τη Νάξο φάνηκε να μπαίνει στο λιμανάκι. Ό καπετάνιος του απόρησε βλέποντας τα συντρίμμια στη στεριά.

- Πώς έγινε αυτό; ρώτησε. Εγώ ταξίδευα με θάλασσα γυαλί!

- Ήταν θαύμα της Παναγίας, εξήγησε ένας από τους ψαράδες του γρί-γρί.

Οί περισσότεροι συμφώνησαν. Δυό-τρεις όμως μίλησαν ειρωνικά κι έδωσαν άλλη εξήγηση:

- Ήταν ανεμοστρόβιλος. Καλά πού δεν μας σήκωσε στον ουρανό τίς βάρκες.

Ένας μάλιστα, ό Γρηγόρης Λιάκουρας, πρόσθεσε:

- "Αντε μωρέ, πού ήταν θαύμα! Όρεξη δεν είχε ή Παναγιά - να μην τη στολίσω καί τώρα - να καταπιάνεται με μας τους ψαράδες.

Αυτά είπε καί πήγε να δει τη ζημιά πού είχε πάθει ή δική του ψαρόβαρκα. Τη βρήκε σμπαραλιασμένη. Έφτυσε τότε έξαλλος πάνω στα συντρίμμια, βλαστήμησε πάλι την Παναγία καί αποσύρθηκε να κοιμηθεί.

Μόλις ξάπλωσε, είδε ολοζώντανη την Παναγία, - σαν σε όνειρο, σαν σε ξύπνιο - να τον πλησιάζει καί να τον ερωτά:

- Γιατί, παιδί μου, δεν με σέβεσαι;

- Τί εϊν' αυτά πού μου λες, κυρά μου; θύμωσε εκείνος. Δεν σε ξέρω καθόλου. Πότε δεν σε σεβάστηκα;

- Δεν με ξέρεις; Τότε γιατί όλο με βλαστημάς;

Στά λόγια αυτά τινάχτηκε όρθιος. Έκανε να φωνάξει, να τρέξει, αλλά δεν μπορούσε. Τα πόδια του είχαν βυθιστεί ως τα γόνατα στην άμμο. Έκανε τον σταυρό του. Καί τότε είδε πάλι, ξεκάθαρα πια, την Παναγία καί την άκουσε να του λέει:

— Έλα στο σπίτι μου, στην Έκατονταπυλιανή, στην Παροικία της Πάρου. Έλα εκεί να με προσκυνήσεις.

Ό Διάκουρας έφυγε την ίδια στιγμή σχεδόν τρέχοντας. Έφθασε στην Έκατονταπυλιανή λίγο μετά την ανατολή του ηλίου. Έτρεξε γρήγορα στο εικόνισμα της Θεοτόκου. Στή θεία της μορφή αναγνώρισε τη γυναίκα του οράματος του. Γονάτισε καί προσευχήθηκε ώρες ολόκληρες. Ύστερα γύρισε στο Πίσω Λιβάδι. Εκεί διαπίστωσε ένα καινούργιο θαύμα: Οι βάρκες καί το ψαροκάικο έστεκαν στη στεριά χωρίς καμιά ζημιά!